Του Απόστολου Κουρουπάκη
Υπάρχει άραγε μαγική συνταγή για να λυθούν τα προβλήματα που ταλανίζουν το θεατρικό τοπίο της χώρας; Μάλλον όχι, και γι’ αυτό θα πρέπει όλοι οι εμπλεκόμενοι να καθίσουν κάτω και μέσα από συζητήσεις να αναζητήσουν κοινό τόπο. Και γιατί τα λέω όλα αυτά; Μα διότι ενώ έχουμε τα θέματα που προέκυψαν από το Θυμέλη, ήλθε και η διαμαρτυρία τεσσάρων σκηνοθετών, των Αντρέα Χριστοδουλίδη, Ανδρέα Αραούζου, Ονησίφορου Ονησιφόρου και Μάριου Κακουλλή, για τη μη επιλογή κυπριακής παραγωγής στο φετινό φεστιβάλ Αρχαίου Ελληνικού Δράματος. Έχουμε λοιπόν και εκεί πρόβλημα και είναι δύσκολο να καταλάβει κάποιος τι πάει στραβά.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι το κυπριακό θέατρο πάσχει, έχοντας περάσει μία περίοδο ανάπτυξης, και όσο πιο γρήγορα το καταλάβουν όλοι τόσο το καλύτερο. Δεν λείπουν ούτε το ταλέντο, ούτε και το όραμα, τουλάχιστον αφετηριακά. Αυτό που μάλλον λείπει είναι η συλλογική έγνοια για το αύριο και ας με συγχωρήσουν οι άνθρωποι του θεάτρου που το γράφω με τέτοιον αφοριστικό τρόπο.
Δεν γίνεται η Λεμεσός να μην έχει καμία θεατρική παράσταση και να μην τρέχει κάστανο. Δεν γίνεται η ομοσπονδία των θεάτρων να μην προσέρχεται στη διαβούλευση που έγινε, και δεν γίνεται να μην υπάρχει ένας κοινός στόχος για το τι μέλλει γενέσθαι. Και ενώ τα γράφω αυτά σκέφτομαι πώς γίνεται να μην ενδιαφέρει παρά ελάχιστους για το ότι δεν υπάρχουν παραστάσεις στη Λεμεσό. Εκτός βέβαια από τις «υποχρεωτικές» περιοδείες των λευκωσιάτικων θιάσων. Μου είναι αδιανόητο να μην έχει υπάρξει έστω μία διαμαρτυρία από αξιωματούχους της πόλης ότι η Λεμεσός πάσχει θεατρικά. Να υποθέσω ότι δεν είναι αναγκαίο το θέατρο στην πόλη; Ότι με τα καρναβάλια οι Λεμεσιανοί εξαντλούν τις πολιτιστικές τους ανάγκες; Δεν θέλω να το πιστέψω, αλλά και πάλι δεν μπορώ να καταλάβω προς τι η σιωπή από τις δημοτικές αρχές, από τους πολιτιστικούς φορείς, από το Λεμεσός 2030; Από τους υποψήφιους δημάρχους… Η ΕΘΑΛ δεν έχει παραστάσεις, το Versus δεν έχει παραστάσεις, άραγε τι περιμένουν για να αντιδράσουν; Ειλικρινά δεν καταλαβαίνω. Για την Πάφο και τη Δερύνεια, Παραλίμνι κτλ. αυτές οι πόλεις είναι συνηθισμένες και ελπίζουν σε περιοδεύοντες θιάσους. Στη Λάρνακα κάτι κινείται λόγω και του Λάρνακα 2030, αν και θεωρώ πως και εκεί τα πράγματα μόνο ρόδινα δεν είναι, αλλά έστω, το Σκάλα δείχνει να παίρνει ανάσες και ελπίζω να είναι αναζωογονητικές και όχι από τεχνητό αναπνευστήρα, που μόλις κοπεί το ρεύμα, βλ. χρήματα λόγω Πολιτιστικής Πρωτεύουσας, να πούμε πως ο ασθενής απέθανε. Στη Λευκωσία πάλι έχουμε θέατρο, αλλά και εδώ τα πράγματα κινούνται σε μία περίεργη ησυχία, θέατρα που δεν δέχθηκαν την κρατική επιχορήγηση ανεβάζουν παραστάσεις, και φαντάζομαι ότι μάλλον δεν ήταν τα χρήματα το πρόβλημα, ή έστω το μεγαλύτερο πρόβλημα. Εκτός και αν όλοι εργάζονται εθελοντικά για το πείσμα της δημιουργίας, οπότε τα χρήματα είναι όντως πρόβλημα.
Δεν εννοώ λοιπόν τι συμβαίνει και αυτό με ανησυχεί, αλλά δεν θα έπρεπε σύσσωμη η θεατρική κοινότητα να ανησυχεί περισσότερο από εμένα; Θα έπρεπε και γνωρίζω πως γίνονται προσπάθειες, πως υπάρχουν άνθρωποι που προσπαθούν να βρουν λύσεις, να δουν τα πράγματα με διαφορετικό μάτι, αλλά στο τέλος τίποτε δεν συμβαίνει. Όλα κινούνται σε κλίμα δημιουργικής ασάφειας, με τη θεατρική δημιουργία να βρίσκεται στο «Καθαρτήριο», ούτε στην κόλαση, ούτε στον παράδεισο… μάλλον περιμένοντας μία άνωθεν παρέμβαση, ένα από μηχανής θεό που θα λύσει όλα τα προβλήματα. Αλλά μάλλον κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να συμβεί, αλλά και πάλι συν Αθηνά και χείρα κίνει.
Εν ολίγοις, επαναλαμβάνω, το θέατρό μας νοσεί, και δεν είναι μόνο θέμα χρημάτων, και ουδείς αμφισβητεί ότι πρόκειται για μία πολύ σημαντική παράμετρο. Πάντως, το κυριότερο είναι να αντικρίσουν όλοι οι φορείς, και εμείς οι δημοσιογραφούντες, κατάματα το πρόβλημα του επαγγελματικού θεάτρου κατάματα και να αποφασίσουμε ότι πρέπει να κάνουμε κάτι. Και χρησιμοποιώ πρώτο πληθυντικό, βάζοντας και τον εαυτό μου μέσα, διότι το θέατρο, όπως και κάθε άλλη μορφή τέχνης, είναι –πιστεύω ακράδαντα– ακρογωνιαίος λίθος της ανάπτυξης της Πόλης και των Πολιτών, ώστε η καθημερινή μας πολιτική διαδρομή να γίνεται με περισσότερη ενάργεια και να κινούμαστε εντός της Πόλης πιο υποψιασμένοι/ες.
Κλείνοντας, πρέπει να ανοίξει μία σοβαρή συζήτηση για το αύριο στο θέατρο, και αυτό πρωτίστως πρέπει να το δουν το υφυπουργείο Πολιτισμού καθηκόντως, αλλά και τα οργανωμένα σύνολα των δημιουργών και των μεγάλων και ιστορικών θεάτρων, γιατί το εν τη παλάμη και ούτω βοήσωμεν δεν βοηθάει κανέναν.