Πίσω ξανά στα σημειωματάρια μου. Xειρόγραφες σημειώσεις. Ο ήχος της πένας που γρατσουνίζει το χαρτί και οι λέξεις που στριφογυρίζουν στην χούφτα μου… Αυτά μού εχουν λείψει. Ρίχνω στην τσάντα το μπλε σημειωματάριο που τόχω για τις βόλτες, ρίχνω και την πένα που μου χάρισε ο πατέρας μου-που του την είχε χαρίσει ο δικός του πατέρας- και βγαίνω πρωινό περίπατο στην παλιά πόλη. Κοιτάζω τα κοράκια που κράζουνε πάνω από τις κεραμιδένιες στέγες στην Ηρακλέους, περνώ από δύο ψηλούς μοναχικούς φοίνικες και φτάνω στην οδό Αμμοχωστου όπου κάτι περίεργα σύννεφα σχηματίζουν πάνω της παράξενες σκιές. Μακάρι νάχαμε συνήθειο την πρωινή βόλτα, σκέφτομαι, αλλιώς σκέφτεσαι όταν περπατάς, αλλιώς παρατηράς, αλλιώς λογαριάζεσαι με τον ουρανό. Θα μας έκανε καλύτερους, πιο συνειδητούς, πιο συμφυλιωμένους με το αίνιγμα της ύπαρξης μας…Ζουμάρω σε ένα σύννεφο, πατώ κλίκ και αμέσως μετά περνώ από το μουσείο Χαρακτικής, στρίβω στο στενό του “Απόμερου” και από κει δεξιά προς το βιβλιοπωλείο Έρμα. Τον τελευταίο καιρό έχω πάθει μια εμμονή με τα βιβλία, κάτι σαν νεύρωση, σαν φοβία. Όπως κάποιος που τρέχει στο σουπερμάρκετ να αγοράσει κονσέρβες γιατί φοβάται πως θα γίνει πόλεμος, έτσι και γω. Φοβάμαι πως κάτι τρομερό θα συμβεί και θα εξαφανιστούν τα βιβλία και από ένστικτο επιβίωσης μέρα παρά μέρα γυρνώ στα βιβλιοπωλεία.
Το μάτι μου πέφτει πάνω σε ένα μικρό βιβλιαράκι: “Γράμματα σε ένα νέο ποιητή” του Ρίλκε. Το πρωτοδιάβασα έφηβη, τώρα είμαι στα μέσα του καιρού, τυχαία άραγε μου μαγνητίζει ξανά το βλέμμα;
Στο Έρμα είναι ακόμα πρωί, κανένας θαμμώνας, άδεια η πίσω αυλή, μόνο ο βασιλικός με την βουκαμβίλια διαλέγονται μυστικά. Παραγγέλνω τσάι με βότανα του βουνού και μέχρι να το φτιάξουν χαζεύω στα ράφια. Το μάτι μου πέφτει πάνω σε ένα μικρό βιβλιαράκι: “Γράμματα σε ένα νέο ποιητή” του Ρίλκε. Το πρωτοδιάβασα έφηβη, τώρα είμαι στα μέσα του καιρού, τυχαία άραγε μου μαγνητίζει ξανά το βλέμμα; Μα τί λέω; Ποτέ δε πίστεψα στο τυχαίο, πόσο μάλλον τώρα που όλα ακροβατούν στο χείλος του γκρεμού και μας χρειάζεται όσο ποτέ η πίστη στο αίνιγμα… Το παίρνω στα χέρια μου, το περιεργάζομαι και αποφασίζω να το αγοράσω ξανά. Κάνω μάλιστα και την εξής σκέψη: Πως ίσως αν γράφαμε γράμματα ο ένας στον άλλον, χειρόγραφα γράμματα, με πένα και χαρτί, από κείνα που τα κλείνεις σε φάκελο και τον σφραγίζεις με το σάλιο σου και μετά περπατάς για ώρα μέχρι να βρεις ένα παλιό κίτρινο τραχυδρομικό κουτί και να τον ρίξεις μέσα με την αγωνία να φτάσει στο παραλήπτη του… Ναι, ίσως αν γράφαμε τέτοια γράμματα, να αγαπούσαμε ξανά τις λέξεις από την αρχή. Και να στέλναμε στο πυρ το εξώτερο όποιον δοκίμαζε να υποτιμήσει το νόημα τους.
Φεύ όμως… Πίνω μια γουλιά τσάι και ανοίγω σε μια “τυχαία” σελίδα τα Γράμματα του Ρίλκε: “Σχεδόν κάθε τί βαθυσήμαντο είναι δύσκολο και το κάθε τί είναι βαθυσήμαντο…” η πρώτη αράδα. Κάνω να συγκεντρωθώ για το παρακάτω αλλά ο θόρυβος της μηχανής του ταξί που σταματάει έξω από το Έρμα μου αποσπά την προσοχή. Την ίδια στιγμή, κάποιος δυναμώνει, σαν μυστήρια συνεργεία, στο ραδιόφωνο το Μαντολίνο του Χατζηδάκη. Από το ταξί βλέπω να κατεβαίνει ο Β, ξαφνιάζομαι, εστιάζω καλύτερα να βεβαιωθώ, πάνε χρόνια να τον δω, ούτε θυμάμαι πόσα, ναι είναι ο Β. Φοράει γαλάζιο πουλόβερ, κρατάει μπαστούνι, τα μαλλιά του είναι το ίδιο ανάκατα όπως παλιά, το βλέμμα του αλλαγμένο. Κάποτε ο Β. ήτανε σημείο αναφοράς της παλιάς πόλης, ιδιαίτερη και ιδιόμορφη προσωπικότητα, χαρακτηριστική φιγούρα μιας εποχής χειροπιαστής και πιο χειροποίητης. Παιδευότανε κι’αυτός με τις λέξεις όπως και πολλοί από τους παλιούς θαμμώνες του εστιατορίου του.Ύστερα όμως κάποιοι έγιναν άλλοι και άλλοι έγιναν κάποιοι και όλα έγιναν αλλιώς και αγνώριστα… Παρατάω το τσάι και τον Ρίλκε και τον πλησιάζω, χαίρεται που με βλέπει, κάθομαι για λίγο μαζί του, ρωτώ τα νέα του. Πηγαίνει δύο φορές την βδομάδα στο νοσοκομείο, ο γιατρός του απαγόρευσε σχεδόν τα πάντα, εκείνος όμως καπνίζει, του χρειάζεται μια αμαρτία, λέει, για ένα αξιοπρεπή θάνατο. Οι παλιοί φίλοι τον επισκέπτονται συχνά-πυκνά, μετά όμως ο καθένας επιστρέφει στην ζωή του, αυτό δεν υπαγορεύει η εποχή μας; Ο καθένας και η ζωή του… Τί με νοιάζει κι’αν χαθώ, αφού θάχω γίνει κρίνο αρχίζει να σιγοτραγουδά, αλλάζει ύφος, συγκινείται. Του θυμίζει τα παιδικά του χρόνια, λέει, τότε που ήτανε αγρίμι και ρευότανε και έκλανε και έκλεβε τα κουνέλια του γείτονα… Μέχρι που άκουσε μια μέρα το Μαντολίνο στο ραδιόφωνο. Και τον άλλαξε. Τον γλύκανε, λέει. Τον έκανε άνθρωπο. Και τώρα; Τώρα τί; απορεί. Τί μπορεί να μας γλυκάνει; Και να μας κάνει ξανά ανθρώπους; τον ρωτώ. Σηκώνει τους ώμους. Δεν έχει απάντηση. Ούτε και γω. Ο Ρίλκε όμως σίγουρα έχει. Επιστρέφω στο τσάι μου και στα χειρόγραφα Γράμματα του. Και διαβάζω: “Μη γυρεύετε να πάρετε απαντήσεις που δε γίνεται να σας δοθούν γιατί δεν θα μπορούσατε να τις εφαρμόσετε, να τις ζήσετε. Για την ώρα να ζείτε τα ρωτήματα σας μόνο. Και ίσως έτσι μπορέσετε να φτάσετε μια μακρινή μέρα στην απόκριση”…