Ψιλοβρέχει, όπου νάναι θα ξεσπάσει καταιγίδα, έτσι είπαν οι ειδήσεις, έβγαλαν μάλιστα και κίτρινη προειδοποίηση, κοιτάζω όμως τον ουρανό από το παράθυρο μου και τα σύννεφα δεν μοιάζουν απειλητικά, το αντίθετο, κινούνται ήρεμα, υπεράνω των μικρών προβλέψεων, χαίρομαι γι’αυτό, με κούρασαν οι δυσοίωνοι καιροί. Αράζω στην κόκκινη πολυθρόνα και διαβάζω Αργύρη Χιόνη, πόσο ωραία γράφει, μικρά αφηγήματα σαν αυθόρμητα χάδια, ό,τι πρέπει για την φωλιά μου, αυτό αναζητώ τον τελευταίο καιρό, μια αίσθηση φωλιάς, πόσο μάλλον τώρα που αρχίζει να ψιλοβρέχει.
Ο Χιόνης γράφει για την βροχή δωματίου, η φράση έχει από μόνη της μια απόκοσμη μελωδία, από κείνες που δεν τις φαντάζεσαι, τις αισθάνεσαι, πόσο όμως διαφέρει το συναίσθημα από την φαντασία, και τα δύο είναι δωμάτια που θέλεις να μένεις ώρες, όταν φαντάζεσαι αισθάνεσαι, όταν αισθάνεσαι φαντάζεσαι, όπως και νάχει έτσι αντέχεις στις καταιγίδες. Η βροχή δωματίου όμως είναι αλλιώς, ο Χιόνης λέει πως πρόκειται για μια πολύ ευαίσθητη βροχή, εντελώς εξημερωμένη, οικόσιτη, που στην ύπαιθρο κρυώνει γι’αυτό και τρυπώνει μέσα στο σπίτι και μέσα στην ζωή του. Την καρτερά, λέει, κάθε φθινόπωρο, αυτό το έγραψε τότε που υπήρχανε εποχές, τώρα δεν υπάρχουνε, από τον καύσωνα κατευθείαν στο κρύο, μετάβαση καμμία, οι αλλαγές απότομες όπως τα ξαφνικά χαστούκια και άντε να βρεις την δύναμη να γυρίσεις και στο άλλο μάγουλο παρότι υποψιάζεσαι πως σ’αυτή την συμφυλίωση είναι που ίσως να κρύβεται μια εσωτερική λιακάδα. Απλώνει παντού βάζα, λέει ο Χιόνης και λεκάνες και κατσαρόλες και κουβάδες για να υποδεχτεί την βροχή δωματίου κι’αυτή έρχεται και με τα μικρά λεπτεπίλεπτα της δάχτυλα κρούει όλα αυτά τα σκεύη και την ψυχή του μαζί. Αν δεν την γνωρίζουμε ήδη μας την συνιστά ολοψύχως, γράφει, μας την συνιστά γιατί είναι μια γνώση πολύτιμη υποθέτω και με την άκρη του ματιού μου βλέπω την ίδια ώρα ένα ξένο που περνάει έξω από το σπίτι μου μέσα στο ψιλόβροχο, αυτός σίγουρα έχει γνωρίσει την βροχή δωματίου, λέω στον εαυτό μου και παραδόξως η σκέψη προσδίδει στην αδέσποτη ύπαρξη του μια ποιητικότητα που μοιάζει να έρχεται κατευθείαν από την καρδιά της γης.
Ο ξένος δεν κρατάει ομπρέλα, θέλω να γράψω πως είναι μαύρος αλλά διστάζω, νέγρος είναι τώρα το σωστό διερωτώμαι, άλλο πάλι και τούτο, εδώ μέχρι και η χοντρή του Άδωνη έγινε ψηλή και νομίζουμε πως έτσι ξεμπερδέψαμε με το γνοιάξιμο που οφείλει ο ένας να έχει στον άλλο, φοβερή αυταπάτη και συνάμα ευκολοφόρετη σαν ρούχο φαρδύ. Το ψιλοβρόχι στάζει πάνω στο ξένο όπως και στα φυλλόδεντρα, εκείνος ξύνει τα αχαμνά του νομιζόμενος πως δεν το κοιτάζει κανείς και αδιαφορεί για την βροχή, στο βάδισμα του κρύβεται μια αμεριμνησία, θα μπορούσα να την αποκαλέσω μέχρι και ελευθερία, η ελευθερία του ανθρώπου που δεν έχει τίποτα πια για να χάσει. Τώρα που οι βροχές θα γίνουν πιο συχνές ίσως αρχίσω να γράφω ξανά ημερολόγιο, αυτή είναι η επόμενη σκέψη που γεννιέται στο μυαλό μου, αν την γέννησε το ψιλόβροχο ή ο ξένος δεν ξέρω, ξέρω σίγουρα όμως πως θάναι ένα αλλιώτικό ημερολόγιο, όχι όπως τα παλιά τα μαθητικά που τάχει φάει ο σκόρος, ούτε όπως τα άλλα, τα υποτιθέμενα συγγραφικά που τα φυλάω στο μεγάλο συρτάρι και τα εναποθέτω στο μέλλον. Αυτό θέλω νάναι καθημερινής χρήσης, απόλυτα γειωμένο στο παρόν, ημερολόγιο ευγνωμοσύνης λέω να το ονομάσω, τρία πράγματα να γράφω κάθε μέρα για τα οποία αισθάνομαι ευγνώμων είναι μια άλλη αρχή, η πιο ουσιαστική από όλες που έκανα μέχρι τώρα, ίσως και δύο νάναι αρκετά, μπορεί και ένα, αρκεί να ξυπνώ το πρωί μ’αυτή την αποστολή, να ψάξω ό,τι γιατρεύει κι΄όχι ό,τι αρρωσταίνει. Βάζω σημείωση να πεταχτώ αύριο στο βιβλιοπωλείο, να αγοράσω ένα σημειωματάριο με μαλακό εξώφυλλο, χωρίς γραμμές και με έντονο χρώμα, μωβ ίσως, όπως η λεβάντα, ή πράσινο λαχανί όπως οι κάλτσες του ξένου που της πήρε το μάτι μου και φαντάστηκα ότι έχουνε τρύπες στο μέγεθος μιας σταγόνας.
Υγ.1 Φωτό: Χριστόφορος Ροδίτης
Υγ.2 “Όντα και μη όντα” Αργύρης Χιόνης