ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Αν μπορούσαμε τίμια και θαραλλέα…

Χειρόγραφο, με την Ελένη Ξένου

Της Ελένης Ξένου

Της Ελένης Ξένου

twitter

Βρίσκομαι στην Ξάνθης Ξενιέρου και είναι απόγευμα. Μια μέρα κανονική, τίποτα το ιδιαίτερο, όλα καθημερινά, η φρουταρία ανοιχτή όπως και το προπατζίδικο και το μαγαζί παραδίπλα που πουλάει ρούχα με το κιλό… Τίποτα δεν προδιαθέτει πως μπροστά μου θα φανερωθεί αυτό που τώρα βλέπω να συμβαίνει: Ένας νεαρός γύρω στα 25 και μια νεαρή στην ίδια πάνω-κάτω ηλικία-αλλοδαποί και οι δύο-στέκονται στη μέση του δρόμου και παίζουνε ρακέτες λες και βρίσκονται σε μέρος εξωτικό και είναι καλοκαίρι και δεν υπάρχουνε αμάξια που πηγαινοέρχονται, ούτε περαστικοί χωμένοι στα μπουφάν τους, ούτε έγνοιες κλεισμένες σε μπετόν. Ρίχνει ο ένας την μπάλα στον άλλο και μ’ αυτή τη χειρονομία εξαφανίζουν μαγικά ό,τι υπάρχει γύρω ώστε, όσο διαρκεί το παιχνίδι τους, όλα στον πλανήτη να μοιάζουνε λυμένα.

Τώρα γιατί δεν ανταλλάζουμε ένα βλέμμα ή μια λέξη; Σίγουρα όχι από φόβο. Μάλλον από ενοχή…

Σταματώ καταμεσής του δρόμου και τους κοιτώ με τα μάτια γουρλωμένα. Αυτό έκανα ανέκαθεν, όταν φανερωνότανε μπροστά μου μια τέτοια στιγμή, αλλιώτικη, παράξενη και παράταιρη, άνοιγα τα μάτια διάπλατα για να ρουφήξει το βλέμμα μου όλη την έκπληξη, ίσως επειδή το είχα υποψιαστεί από νωρίς πως αυτό πρέπει να παραμείνει το θέμα, το βλέμμα να διατηρεί την ικανότητα να εκπλήσσεται. Τέτοιες απρόσμενες στιγμές, παράξενες και παράδοξες, τις έψαχνα όταν ταξίδευα, έπαιρνα αεροπλάνα, πλοία και τρένα, για να βρεθώ όσο πιο μακριά γινόταν από το οικείο και να ανοιχτώ στο ενδεχόμενο να τις συναντήσω. Προσδοκούσα να με καταλάβουν εξ απροόπτου, να με πιάσουν αδιάβαστη και να μου αναποδογυρίσουν τα δεδομένα για να μου αποδείξουν πως η πραγματικότητα είναι ευρύτερη, πιο ελαστική και πιο εκτεταμένη από κείνη που γνώριζα… Και να που τώρα αυτές οι απρόσμενες στιγμές έρχονται από την άλλη άκρη της γης και με βρίσκουν, λες και διπλώθηκε ο πλανήτης στα δύο, εδώ, λίγα βήματα πιο κάτω από το σπίτι μου, μόνο που τώρα αυτή η συνειδητοποίηση δεν με χαροποιεί, αντιθέτως με βαραίνει, ίσως γιατί πια ξέρω πως η διαδρομή τους είναι γεμάτη με τα ίχνη της σύγχρονης λιγοψυχίας. Παίρνω το κινητό για να βγάλω φωτογραφία, τη βγάζω αλλά είναι θολή, τη διαγράφω και συνεχίζω το περπάτημα στην Ξενιέρου. Ο ήχος της μπάλας απομακρύνεται και ένας άλλος με πλησιάζει, είναι ο ήχος μιας τσίχλας, μια Αφρικανή που τη μασάει δυνατά, με προσπερνάει βιαστική. Προλαβαίνω ωστόσο να δω πως φοράει σανδάλια, να απορήσω γιατί δεν κρυώνει, να παρατηρήσω τα χρωματιστά της ρούχα και το περήφανο βάδισμά της και τα μαλλιά της που είναι βαμμένα πράσινα και τυλιγμένα σε ένα σωρό πλεξούδες και ύστερα καπάκι να σκεφτώ πως αν ήμουνα στη χώρα της θα της έπιανα την κουβέντα και ίσως ενδόμυχα να ευχόμουνα να με προσκαλούσε σπίτι της για ένα καφέ ή τσάι ή ό,τι άλλο συνηθίζει να φιλεύει τους ξένους και ίσως με το τσάι ή τον καφέ να μιλούσαμε και για τα πιο δικά μας, σαν γυναίκα με γυναίκα, σαν άνθρωπος με άνθρωπο… Σαν μοίρα κοινή.

Τώρα γιατί δεν ανταλλάζουμε ένα βλέμμα ή μια λέξη; Σίγουρα όχι από φόβο. Μάλλον από ενοχή… Τρίτος ήχος ξεπετάγεται και με αποπροσανατολίζει και αυτή τη φορά είναι ο ήχος ηλεκτρικής κιθάρας. Ακούγεται μέσα από το κατάστημα που πουλάει ρούχα με το κιλό, προφανώς το παράδοξο πρέπει να τριτώσει για να με αφήσει σε ησυχία λέω και μπαίνω μέσα. Πουκάμισα, φούστες, παντελόνια κρεμασμένα παντού, στο βάθος ένα ξύλινο γραφείο και πίσω του μια πελώρια μαυρόασπρη αφίσα που απεικονίζει κάποια νεοϋρκέζικη λεωφόρο. Ένας τύπος γύρω στα τριάντα κάθεται με την πλάτη γυρισμένη στη Νέα Υόρκη και γρατσουνίζει μια ηλεκτρική κιθάρα λες και κάνει πρόβα σε υπόγειο στούντιο ηχογραφήσεων, μόνο που το γρατσούνισμά του δεν καταλήγει πουθενά, σε καμία μελωδία, κυκλοφορεί απλώς στο χώρο σαν παρατεταμένο παράπονο. “Είσαι μουσικός;” τον ρωτώ, “όχι, δεν είμαι μουσικός” λέει σε σπασμένα ελληνικά, είναι Βούλγαρος λέει και του αρέσει να παίζει ηλεκτρική κιθάρα στην εκκλησία. Μα τι στο καλό συμβαίνει; Σε ποια εκκλησία παίζει ηλεκτρική κιθάρα; Και η Νέα Υόρκη τι γυρεύει στην Ξενιέρου με το κιλό; Και οι ρακέτες των παιδιών γιατί δεν ακούγονται πια; Και η πεταμένη τσίχλα της Αφρικανής γιατί κόλλησε στο τύμπανό μου; Παραδίδομαι. Χρειάζομαι αέρα. Βγαίνω βιαστικά έξω στον δρόμο. Καλό θα ήταν να βρω κάποιο παγκάκι για να καθίσω, σκέφτομαι. Και ίσως ακομη καλύτερο να θυμηθώ εκείνη τη φράση της Όλγας Τοκαρτσούκ που λέει πως… ”Αν μπορούσαμε να κοιτάξουμε τον κόσμο χωρίς καμία προστασία, τίμια και θαραλλέα, θα ραγίζαμε τις καρδιές μας…

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑ

Τυχερή που δεν σταμάτησε το διπλοκάμπινο και να σου ανοίξει την πόρτα.

Γ. Αργυρού
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Της Ελένης Ξένου

Χειρόγραφα: Τελευταία Ενημέρωση

O Καμύ είχε πει ότι «δεν έχουμε το χρόνο να είμαστε αυθεντικοί, έχουμε μόνο το χρόνο να είμαστε ευτυχισμένοι», το ευτυχισμένος ...
Της Ελένης Ξένου
 |  ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ
X