Ως απόρροια της νομισματικής πολιτικής που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) οι τράπεζες έχουν εισέλθει σε έναν κύκλο μείωσης των επιτοκίων. Η αύξηση των επιτοκίων κατά την περίοδο 2022-2023 αποτέλεσε ίσως την πλέον ουσιαστική απάντηση στον ιδιαίτερα υψηλό πληθωρισμό, που σε κάποιες περιπτώσεις έφτασε ακόμη και σε διψήφιο ποσοστό. Μάλιστα, στην Κύπρο λόγω της ιδιαιτερότητας σε σχέση με τα στεγαστικά δάνεια που κατά κύριο λόγο είναι με κυμαινόμενο επιτόκιο, οι δανειολήπτες επηρεάστηκαν σημαντικά. Ταυτόχρονα, οι δυνητικά νέοι δανειολήπτες είχαν ενώπιόν τους υψηλότερο κόστος δανεισμού, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τον οικονομικό προγραμματισμό νοικοκυριών και επιχειρήσεων. Δύο και πλέον χρόνια μετά τον διευρυμένο κύκλο αύξησης των επιτοκίων, η ΕΚΤ έχει ήδη εισέλθει σε χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής με κινήσεις μείωσης των επιτοκίων του ευρώ.
Λαμβάνοντας υπόψη τη νομισματική πολιτική, την εφαρμογή της από τα τραπεζικά ιδρύματα, καθώς και σειρά άλλων παραμέτρων στην οικονομία, την κοινωνία και τους επιμέρους οικονομικούς κλάδους, είναι ευκόλως αντιληπτή η σχέση αλληλεπίδρασης και αλληλεξάρτησης μεταξύ όλων των πιο πάνω στοιχείων.
Άλλωστε, σημειώνεται ότι είναι πάντα ενδιαφέρουσες οι αναλύσεις καθώς και οι προσεγγίσεις αναφορικά με τη σχέση δανείων και ανάπτυξης και βεβαίως της εικόνας στις επιχειρήσεις, στα δημοσιονομικά, στα νοικοκυριά αλλά και ανάμεσα στους πολίτες, όταν τα επιτόκια αυξάνονται ή μειώνονται με τον ανάλογο αντίκτυπο σε κάθε πεδίο οικονομικής δραστηριότητας.
Η θετική διάσταση της μείωσης των επιτοκίων
Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα με σειρά και να εξηγήσουμε αρχικά πως η σταδιακή μείωση των επιτοκίων μπορεί να επηρεάσει θετικά τους δανειολήπτες. Καταρχάς, όταν τα επιτόκια μειώνονται, οι μηνιαίες δόσεις για τα υφιστάμενα δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο (όπως στεγαστικά, καταναλωτικά ή επιχειρηματικά) συνήθως μειώνονται. Αυτό περιορίζει το οικονομικό βάρος των δανειοληπτών, επιτρέποντάς τους να αποπληρώνουν τα δάνειά τους με χαμηλότερο κόστος και την ίδια ώρα να κινούνται πιο άνετα στην αγορά για τις υπόλοιπες υποχρεώσεις ή ανάγκες τους. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα επιτόκια αυξάνονται ή μειώνονται στον χρόνο που υπαγορεύει η κάθε δανειακή σύμβαση και το επιτόκιο αναφοράς για την εκάστοτε σύμβαση, δηλαδή άμεσα ή ανά τρίμηνο, τετράμηνο, εξάμηνο ή ετησίως και ούτω καθεξής, αναλόγως του τι υπαγορεύει η εκάστοτε δανειακή σύμβαση.
Ταυτόχρονα, η μείωση των επιτοκίων καθιστά τον δανεισμό πιο εύκολα προσβάσιμο για περισσότερους δυνητικούς δανειολήπτες, αφού το χαμηλότερο κόστος δανεισμού ενθαρρύνει άτομα, νοικοκυριά και επιχειρήσεις να προβούν σε νέα δάνεια για επενδύσεις ή για κάλυψη προσωπικών ή και οικογενειακών αναγκών.
Την ίδια στιγμή, το χαμηλότερο κόστος δανεισμού και αντίστοιχα οι μειωμένες δόσεις για αποπληρωμή δανείων αυξάνουν το διαθέσιμο εισόδημα για άλλες ανάγκες ή επενδύσεις. Αυτό μπορεί να τονώσει την κατανάλωση και να ενισχύσει τις επιχειρήσεις, να ωθήσει σε έργα υποδομής, έρευνα και καινοτομία, μικρές κινήσεις από νοικοκυριά όπως αγορά αυτοκινήτου, ανακαίνιση κτλ. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στην Κύπρο βρισκόμαστε σε μια συγκυρία κατά την οποία ο δανεισμός από τις τράπεζες είναι σε ικανοποιητικό επίπεδο, η ανεργία είναι περιορισμένη, ο ρυθμός ανάπτυξης είναι ζωηρός και το δημόσιο χρέος μειώνεται. Με δυο λόγια, είναι ευνοϊκά τα δεδομένα που δημιουργούνται για την οικονομία. Αυτά τα δεδομένα διευρύνουν τις αναπτυξιακές προοπτικές και μέσω της χρηματοδότησης της αγοράς από τον χρηματοπιστωτικό τομέα της χώρας μας.
Η άλλη όψη του νομίσματος
Όπως για τα πλείστα ζητήματα στην οικονομία, οι ισορροπίες δεν είναι εύκολες και τα αποτελέσματα που προκύπτουν από τη διακύμανση των δεικτών δεν είναι μόνο θετικά. Ενίοτε συνοδεύονται και από αρνητικές επιπτώσεις ή μπορεί να δημιουργήσουν δυνητικούς κινδύνους και προκλήσεις.
Τα χαμηλότερα επιτόκια, για παράδειγμα, μπορεί να ενθαρρύνουν κάποιους δανειολήπτες να προσπαθήσουν αναλάβουν περισσότερο χρέος, αυξάνοντας το οικονομικό τους βάρος και τον κίνδυνο αδυναμίας αποπληρωμής, ειδικά εάν τα επιτόκια αυξηθούν στο μέλλον. Βεβαίως, λόγω των αυστηρών εποπτικών παραμέτρων και της σαφώς πιο ενδελεχούς και συνετής διαδικασίας χορήγησης δανείων, ο εν λόγω κίνδυνος είναι περιορισμένος. Ωστόσο οι τράπεζες, οι αρχές και ευρύτερα η Πολιτεία θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικές κατά την περίοδο αποκλιμάκωσης των επιτοκίων. Απαιτείται στενή επισκόπηση των δεδομένων και των διαρκών μεταβολών στην αγορά, για αποφυγή έκθεσης σε κινδύνους και ανάληψης υπέρμετρου ρίσκου από τους δανειολήπτες, τους επενδυτές και τις επιχειρήσεις.
Ιδίως σε μια περίοδο που τα επιτόκια μειώνονται, η διάθεση για ανάληψη ενδεχομένως υψηλότερου επενδυτικού ρίσκου αυξάνεται. Αυτό διότι τόσο επιχειρήσεις και νοικοκυριά όσο και άτομα, επιζητούν αυξημένες αποδόσεις και στρέφονται προς πιο επισφαλείς επενδύσεις. Οι κίνδυνοι προκύπτουν όταν δεν γίνεται διασπορά των διαθέσιμων κεφαλαίων σε διάφορες επενδυτικές επιλογές και προϊόντα, καθώς και όταν προσφέρονται αφύσικα μεγάλες αποδόσεις και μάλιστα σε μικρό χρονικό διάστημα. Τέτοια στοιχεία θα πρέπει να προβληματίζουν, διότι πιθανώς να εμπεριέχουν πιο ψηλό ρίσκο ή και το ενδεχόμενο απάτης.
Εν κατακλείδι
Η πορεία της οικονομίας στην Κύπρο και διεθνώς κατά την τελευταία τετραετία, θα αποτελέσει πεδίο έρευνας για τους οικονομολόγους και τους ιστορικούς του μέλλοντος. Χωρίς δεύτερη σκέψη αποτελεί μια χρονική περίοδο γεμάτη με διαδοχικές, ισχυρές και αναπάντεχες κρίσεις που συγκλόνισαν τις κοινωνίες, κλόνισαν τις οικονομικές ισορροπίες και επέφεραν γιγάντιες αλλαγές με αλυσιδωτές επιπτώσεις σε αγορές παγκόσμιου ενδιαφέροντος, όπως της ενέργειας, του εμπορίου, της βαριάς βιομηχανίας και της τεχνολογίας.
Μέσα σε αυτό το ιδιαίτερα απαιτητικό πλέγμα δεδομένων και διαρκών εξελίξεων, ο τραπεζικός τομέας απέδειξε τόσο τον κεντρικό του ρόλο για χρηματοδότηση της ανάπτυξης όσο και τον εξόχως σημαντικό ρόλο του ως αρωγού σε κρατικές πολιτικές, σχέδια και έκτακτες καταστάσεις. Επίσης, θα πρέπει πάντα να λαμβάνεται υπόψη ότι οι τράπεζες αποτελούν το εργαλείο εφαρμογής της νομισματικής πολιτικής ως αποτέλεσμα των αντίστοιχων αποφάσεων από τις αρμόδιες αρχές, στην περίπτωση της Κύπρου και κατ’ επέκταση της Ευρωζώνη, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Λαμβάνοντας υπόψη τα πιο πάνω και την πορεία μείωσης των επιτοκίων, τα οφέλη για τους δανειολήπτες αναμένεται να είναι σημαντικά. Ωστόσο, απαιτείται προσοχή από τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις στην ανάληψη νέου χρέους και στη διαχείριση των οικονομικών τους και ευρύτερα σε σχέση με την ανάληψη ρίσκου. Σε μια περίοδο που πέραν των οικονομικών παραμέτρων, χαρακτηρίζεται από αβεβαιότητα, γεωπολιτικές αστάθειες, πολεμικές συρράξεις και ισχυρές πιέσεις στην παγκόσμια αγορά ενέργειας και στο εμπόριο και την εφοδιαστική αλυσίδα.
*Ο Δρ. Μιχάλης Καμμάς είναι ο Γενικός Διευθυντής του Συνδέσμου Τραπεζών Κύπρου.