ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...

Η πλήρης εκδυτικοποίηση της εξωτερικής πολιτικής της Κύπρου

Του ΓΙΑΝΝΟΥ ΚΑΤΣΟΥΡΙΔΗ

Η εξωτερική πολιτική της Κύπρου υπό την προεδρία του Νίκου Χριστοδουλίδη χαρακτηρίζεται από μια σαφή στροφή προς τη Δύση, με ξεκάθαρη επιδίωξη την εδραίωση της θέσης της χώρας ως στενού εταίρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) και του ΝΑΤΟ, και με ιδιαίτερη μέριμνα για την ενίσχυση των διμερών σχέσεων, πρωτίστως με τις Ηνωμένες Πολιτείες (ΗΠΑ), και δευτερευόντως με τη Βρετανία και άλλα δυτικά κράτη. Αυτή η προσέγγιση άρχισε κατά τη δεύτερη θητεία Ν. Αναστασιάδη, αλλά ενισχύεται πολύ περισσότερο στα δύο πρώτα χρόνια της διακυβέρνησης Ν. Χριστοδουλίδη και αποτυπώνεται σε μια σειρά αλληλεξαρτώμενων ενεργειών και στρατηγικών επιλογών που αναδεικνύουν τη νέα κατεύθυνση της κυπριακής διπλωματίας. Παραθέτω ενδεικτικά ορισμένα κομμάτια αυτού του παζλ, χωρίς αξιολογικό πρόσημο.

Το πρώτο και σημαντικότερο στοιχείο αυτής της πορείας είναι η εμβάθυνση των σχέσεων με τις ΗΠΑ με αναβάθμιση της συνεργασίας στον τομέα της ασφάλειας και της άμυνας, είτε με ένταξη της Κύπρου σε στρατιωτικά προγράμματα των ΗΠΑ, είτε με την άρση του εμπάργκο όπλων από τις ΗΠΑ, είτε με την επερχόμενη κατάργηση της ταξιδιωτικής βίζας.

Ένα δεύτερο στοιχείο είναι η περαιτέρω προώθηση και εμπλοκή σε συνεργασίες εντός της Ε.Ε. Η Κύπρος εμφανίζεται πλέον ως ξεκάθαρος υποστηρικτής μιας πιο ενοποιημένης ευρωπαϊκής πολιτικής άμυνας και ασφάλειας, ενισχύοντας τη συμμετοχή της σε ευρωπαϊκά προγράμματα όπως η PESCO (Μόνιμη Διαρθρωμένη Συνεργασία).

Τρίτο ενδεικτικό στοιχείο είναι οι συνεργασίες που επιχειρούνται στην Ανατολική Μεσόγειο υπό τις ευλογίες των ΗΠΑ, οι οποίες ενισχύουν τη στροφή της Κυπριακής Δημοκρατίας προς ένα δυτικό γεωπολιτικό αφήγημα.

Το απαιτούμενο συμπλήρωμα των προηγούμενων αναφορών, που λειτουργεί αυξητικά ως προς την επίδειξη αξιοπιστίας έναντι της Δύσης, είναι η προθυμία και η πρακτική απομάκρυνση από την όποια ρωσική επιρροή τα τελευταία χρόνια. Η Κύπρος, χώρα με παραδοσιακά στενές σχέσεις με τη Ρωσία, έχει αποστασιοποιηθεί σχεδόν πλήρως από τη Μόσχα, ιδιαίτερα μετά την εισβολή της τελευταίας στην Ουκρανία το 2022. Η πλήρης εναρμόνιση με τις ευρωπαϊκές κυρώσεις προς τη Μόσχα έχει εγκαινιάσει μια νέα εποχή στις σχέσεις με τη Ρωσία, η οποία θα έχει ενδιαφέρον να δούμε πώς θα εξελιχθεί δεδομένων των σημαντικών ανακατατάξεων που ήδη επιφέρει η διακυβέρνηση Τραμπ στις ΗΠΑ και στις σχέσεις τους τόσο με τον υπόλοιπο «δυτικό» κόσμο, αλλά ιδιαίτερα με τη Ρωσία.

Η περαιτέρω προσέγγιση με τη Δύση φέρνει στην επιφάνεια οφέλη, αλλά και προκλήσεις για την Κύπρο. Στα θετικά από τη σκοπιά της κυβέρνησης και όσων ενστερνίζονται το συγκεκριμένο αφήγημα και προσέγγιση είναι η ενίσχυση της ασφάλειας και της διεθνούς θέσης της χώρας σε μια περίοδο αυξανόμενης γεωπολιτικής αστάθειας, η αύξηση των οικονομικών ευκαιριών με πιθανότητες μεγαλύτερων επενδύσεων και περισσότερων συνεργασιών σε τομείς όπως η ενέργεια και η τεχνολογία, κ.ά.

Από την άλλη, όσοι εναντιώνονται σε αυτή τη μονομέρεια βλέπουν με μεγάλη επιφύλαξη την απώλεια διπλωματικής ευελιξίας που η απομάκρυνση από τη Ρωσία και άλλους μη δυτικούς εταίρους εμπεριέχει, αφού περιορίζει εν τοις πράγμασι τις διπλωματικές επιλογές της Κύπρου σε περιόδους κρίσεων ή ανάγκης για το Κυπριακό. Επιπλέον, η πλήρης ευθυγράμμιση με τη Δύση προκαλεί ήδη αντιδράσεις από πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που παραδοσιακά τάσσονται υπέρ μιας πιο πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής. Αυτά έχουν ήδη επισημανθεί σε αρκετές αναλύσεις και εδώ καταγράφονται περισσότερο ως συνοπτικό πλαίσιο. Αυτό το οποίο ενδιαφέρει περισσότερο να καταδειχτεί σε αυτή την παρέμβαση είναι οι πιθανές επιπτώσεις στον εσωτερικό πολιτικό και κομματικό ανταγωνισμό που έχει η επιλογή της πλήρους εκδυτικοποίησης και οι ενδεχόμενες διαφοροποιήσεις που μπορεί να προκαλέσει στον πολιτικό χάρτη, αναδιαμορφώνοντας τις επιλογές πολιτικών και κομματικών συμμαχιών.

Η ίδια η κυβέρνηση είναι ξεκάθαρο ότι επενδύει πολύ στη στροφή αυτή παρουσιάζοντάς την ως σημαντική επιτυχία, ευελπιστώντας ότι η ενίσχυση της εικόνας της διεθνώς θα αντικατοπτριστεί και στο εσωτερικό. Αν αυτό συμβεί, πιθανόν να έχει αντίστοιχη θετική αντανάκλαση και στα κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού (κάτι που μέχρι στιγμής δεν έχει συμβεί). Την ίδια στιγμή, η στροφή αυτή και οι δεσμεύσεις που ενέχει, ασκούν σημαντική πίεση στα κόμματα της αντιπολίτευσης για διαφορετικούς λόγους.

Στον ΔΗΣΥ στερεί ζωτικό πεδίο άσκησης διακριτής πολιτικής, αφού ιδεολογικά, πολιτικά και αξιακά είναι μια πολιτική που «συμπλέει» με το DNA της συγκεκριμένης παράταξης και δημιουργεί γέφυρες συνεργασίας με το κυβερνητικό μπλοκ. Το ίδιο ισχύει και για τις ευρύτερες κοινωνικοοικονομικές πολιτικές της νυν κυβέρνησης. Η αδυναμία ουσιαστικής διαφοροποίησης εγκλωβίζει το κόμμα της Δεξιάς σε συνεχόμενες εσωτερικές διελκυστίνδες προσωπικού χαρακτήρα, με αρνητικό αντίκτυπο στην εικόνα του κόμματος στην κοινωνία. Μπορεί να έχει ήδη αρχίσει η εσωκομματική μάχη ενόψει προεδρικών εκλογών του 2028, αλλά σε επίπεδο πολιτικής ουσίας θα είναι δύσκολο να εξηγηθεί και να προβληθεί πειστικά ένα πολιτικό πρόγραμμα διαφορετικό από αυτό που ήδη υλοποιείται. Φυσιολογικά, θα τίθεται το ερώτημα γιατί δεν μπορούν να υπερισχύσουν οι κοινές πολιτικές θέσεις και στοχεύσεις έναντι των προσωπικών φιλοδοξιών και πίκρας ένθεν και ένθεν.

Η Αριστερά

Στο ΑΚΕΛ, την άλλη σημαντική πολιτική δύναμη της αντιπολίτευσης, που αντιτίθεται στη δυτικοποίηση, δημιουργεί μια βραχυπρόθεσμη ευκαιρία, προσφέροντας ένα πεδίο άσκησης διακριτής (και ιδεολογικού χαρακτήρα) αντιπολίτευσης, αλλά μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα ενδεχομένως προκαλεί περισσότερα διλήμματα και προβλήματα. Βραχυπρόθεσμα, ενισχύει το ιδεολογικό του αφήγημα, ιδιαίτερα ανάμεσα στον κομματικό πυρήνα, αλλά και έναντι της εξ αριστερών κριτικής και πίεσης που αντιμετωπίζει. Την ίδια στιγμή, όμως, είναι ένα ερώτημα σε πόση μάζα κόσμου έχει πλέον απήχηση η αντιδυτική ρητορική και άρα σε ποιο βαθμό βοηθά το κόμμα εκλογικά. Ταυτόχρονα, ο χαρακτηρισμός του ως ένα κόμμα «αντιευρωπαϊκό», «αντιδυτικό» και «φιλορωσικό» που ήδη απευθύνεται στο κόμμα, πιθανόν να περιορίσει τις δυνητικές επιλογές συμμάχων.

Μεσοπρόθεσμα και βραχυπρόθεσμα, για το ΑΚΕΛ, οι περιορισμοί θα είναι αντικειμενικά πολύ πιο σοβαροί, ειδικά ενόψει των επερχόμενων προεδρικών εκλογών. Για έναν υποψήφιο της Αριστεράς, ή έναν υποψήφιο που θα υποστηρίζεται από το ΑΚΕΛ, η δυτική στροφή της εξωτερικής πολιτικής και οι δεσμεύσεις που αναλαμβάνονται στο πλαίσιο αυτής της πλήρους ταύτισης, θέτουν συγκεκριμένα και πολύ δύσκολα ερωτήματα. Η σχεδόν ολική ευθυγράμμιση με τις πολιτικές της Ε.Ε. και των ΗΠΑ καθιστά δύσκολη την προώθηση ενός πιο ισοζυγισμένου ή πολυδιάστατου προγράμματος διακυβέρνησης, καθώς οποιαδήποτε προσπάθεια διαφοροποίησης και αλλαγής θα μπορούσε να εκληφθεί ως αποστασιοποίηση από τα «ευρωπαϊκά ιδεώδη» και τις κρατικές δεσμεύσεις που έχουν ήδη αναληφθεί. Σε τι θα συνίσταται, όμως, ένα ριζοσπαστικό ή έστω ένα διαφορετικό πολιτικό πρόγραμμα για έναν υποψήφιο που θα στηρίζεται από την Αριστερά αν δεν θα αμφισβητηθούν δεσμεύσεις που αγγίζουν και εκφεύγουν από τον ιδεολογικό πυρήνα του κόμματος; Για παράδειγμα: θα αναιρεθούν οι κινήσεις ενσωμάτωσης και οι δεσμεύσεις στο ΝΑΤΟ και αυτές στις οποίες έχει ήδη αντιτεθεί σφόδρα το κόμμα σε σχέση με τη συνεργασία με τις ΗΠΑ; Αν όχι, τι θα δεικνύει αυτό για μια κυβέρνηση που θα στηρίζει και ενδεχομένως να συμμετέχει το ΑΚΕΛ, και εν τέλει για το ίδιο το κόμμα;

Επιπλέον, αν επιλεγεί (μέσω του υποψήφιου και του προγράμματος διακυβέρνησης) η τήρηση των (δυτικών) δεσμεύσεων και η διατήρηση των αποστάσεων από χώρες όπως η Ρωσία και η Κίνα και παρά την κατανόηση ότι οι χώρες αυτές δεν είναι πλέον σοσιαλιστικές, αυτό μπορεί να αποξενώσει μέρος της εκλογικής βάσης του κόμματος που διατηρεί ισχυρούς δεσμούς και ταυτίσεις με την παραδοσιακή αριστερή ρητορική.

Το ΑΚΕΛ ως κόμμα με, τουλάχιστον, ρητορικό διεθνιστικό προσανατολισμό, θα πρέπει να ισορροπήσει μεταξύ της παραδοσιακής του ταυτότητας και των νέων γεωπολιτικών συνθηκών, ενδεχομένως υιοθετώντας έναν ακόμα πιο μετριοπαθή λόγο. Κάτι που είναι πιθανόν, όμως, να του στοιχίσει εκλογικά σε πρώτη φάση αν εμφανιστεί «υποδοχέας» αυτής της αντίδρασης (πέραν της αποχής), αλλά και ταυτοτικά σε σχέση με την ιδεολογική του φυσιογνωμία, με σοβαρό τον κίνδυνο εσωστρέφειας και συζητήσεων περί ταυτότητας και αξιών του κόμματος.

Συμπερασματικά, η δυτική στροφή της κυπριακής εξωτερικής πολιτικής επί προεδρίας Χριστοδουλίδη αντικατοπτρίζει μια στρατηγική επιλογή για εμβάθυνση των σχέσεων της Κύπρου με τη Δύση, που δημιουργεί σημαντικές προκλήσεις για τον εσωτερικό πολιτικό ανταγωνισμό, ενώ περιορίζει τις επιλογές της αντιπολίτευσης. Στον ΔΗΣΥ να διαφοροποιηθεί ουσιωδώς και στο ΑΚΕΛ να προτείνει εναλλακτικές πολιτικές. Για το κόμμα της Αριστεράς προκαλεί και σοβαρά διλήμματα για τις μελλοντικές του συνεργασίες και εφαρμοστέες πολιτικές σε μια ενδεχόμενη συμμετοχή σε κυβερνητικό σχήμα.

Ο κ. Γιάννος Κατσουρίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής Συγκριτικής Πολιτικής, Πανεπιστήμιο Λευκωσίας.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

NEWSROOM

Προσωπικότητες στην ''Κ'': Τελευταία Ενημέρωση