
Οταν στις 29 Ιανουαρίου 2025 ο πρόεδρος της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης (CDU) και υποψήφιος καγκελάριος, Φρίντριχ Μερτς, προωθούσε στο γερμανικό κοινοβούλιο ψήφισμα για πιο αυστηρές διαδικασίες στη μεταναστευτική πολιτική, γνωρίζοντας ότι το ψήφισμα θα περνούσε μόνο με την υποστήριξη του ακροδεξιού κόμματος Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD), πολλοί ήταν εκείνοι που μιλούσαν για τεράστιο λάθος εκ μέρους του, λίγες μόνο βδομάδες πριν από τις εκλογές για ανάδειξη νέας Βουλής. Το ψήφισμα πέρασε με τη στήριξη του AfD, παρά την έντονη αντίδραση των υπόλοιπων κομμάτων. Ήταν η πρώτη φορά μεταπολεμικά που κόμμα του λεγόμενου Δημοκρατικού Κέντρου συνεργάστηκε, έστω σιωπηρά, με ένα ακροδεξιό, ξενοφοβικό κόμμα, σπάζοντας μια παράδοση δεκαετιών.
Τα αποτελέσματα των εκλογών της 23ης Φεβρουαρίου 2025 έδειξαν ότι η κίνηση του Φ. Μερτς με το ψήφισμα, είχε αρνητικό αντίκτυπο στο κόμμα του. Με 28,5% το CDU/CSU είναι μεν ο καθαρός νικητής των εκλογών, αλλά κάτω από τις προσδοκίες του, ενώ το αποτέλεσμα είναι το δεύτερο χειρότερο στην ιστορία του.
Ο εν δυνάμει νέος καγκελάριος της Γερμανίας γνωρίζει ότι ακόμα και στο μεταναστευτικό δεν θα είναι σε θέση να περάσει όλες τις θέσεις του, αφού θα πρέπει να σχηματίσει κυβέρνηση συνασπισμού. Με μόνο πέντε κόμματα στη Βουλή (CDU/CSU, SPD, AfD, Πράσινοι και Αριστερά) και με δεδομένο τον αποκλεισμό συνεργασίας με το AfD αλλά και την Αριστερά, ο Μερτς θα πρέπει να διαπραγματευτεί τουλάχιστον με τους Σοσιαλδημοκράτες (SPD), με τους οποίους θα είχε μια σχετικά ισχνή πλειοψηφία δεκατριών εδρών. Με τους Πράσινους μια συνεργασία είναι αδύνατη, όχι μόνο αριθμητικά, αλλά και λόγω των έντονων αντιδράσεων του αδελφού κόμματος της Χριστιανοκοινωνικής Ένωσης (CSU) στη Βαυαρία.
Η προεκλογική εκστρατεία ήταν η πλέον σύντομη στην ιστορία της Ομοσπονδιακής Γερμανίας, μετά την κατάρρευση του Συνασπισμού του SPD, FDP και των Πρασίνων και την προκήρυξη εκλογών μόλις τον περασμένο Δεκέμβριο. Πέραν του πολέμου στην Ουκρανία και των σχέσεων με τις ΗΠΑ του Ντόναλντ Τραμπ, το μεταναστευτικό, η εσωτερική ασφάλεια και η οικονομία ήταν τα θέματα που κυριάρχησαν κατά την προεκλογική περίοδο, υπό το φως δύο, κυρίως, δεδομένων: Τις τρομοκρατικές επιθέσεις σε διάφορες πόλεις της χώρας, με νεκρούς και τραυματίες, και το γεγονός ότι η Γερμανία αποτελεί οικονομικά τα τελευταία χρόνια τον «ασθενή της Ευρώπης».
Οι επανειλημμένες τρομοκρατικές επιθέσεις έριξαν νερό στον μύλο της ξενοφοβικής Ακροδεξιάς του AfD που αποτυπώθηκε και στο εκλογικό αποτέλεσμα: 20,8% του εκλογικού σώματος, διπλασιασμό της εκλογικής της δύναμης σε σχέση με το 2021 και ανάδειξή της σε δεύτερη πολιτική δύναμη. Κύρια δεξαμενή άντλησης ψήφων για το AfD αποτέλεσε η πρώην Ανατολική Γερμανία, όπου σάρωσε κυριολεκτικά στις περισσότερες εκλογικές περιφέρειες. Σε μια προσπάθεια εξήγησης του φαινομένου αυτού, τονίζονται, σε αδρές γραμμές, τα εξής: Οι οικονομικές ανισότητες, η έλλειψη σύγχρονων υποδομών αλλά και βιώσιμων επενδύσεων σε σύγκριση με τη Δ. Γερμανία, σε συνδυασμό με την υποβόσκουσα κουλτούρα «ανωτερότητας» των Δυτικογερμανών, καθιστούν τους Ανατολικογερμανούς εύκολη λεία σε ακροδεξιά, ξενοφοβικά και εθνικιστικά στοιχεία. Αυτό ισχύει ανέκαθεν, από σχεδόν τα πρώτα χρόνια της επανένωσης της χώρας.
Ο μεγάλος χαμένος των εκλογών είναι ο νυν καγκελάριος Όλαφ Σολτς και το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD), αφού έχασε 9,3% της εκλογικής του δύναμης σε σχέση με το 2021 και κατέληξε να είναι το τρίτο σε ποσοστά κόμμα. Το 16,4% που πέτυχε, είναι το χειρότερο αποτέλεσμα στην ιστορία του κόμματος. Ήδη, το SPD εξέφρασε προθυμία να προχωρήσει σε συνομιλίες για σχηματισμό κυβέρνησης υπό τον Φ. Μερτς.
Το Κόμμα της Αριστεράς (Die Linke) συγκαταλέγεται αναμφίβολα στους νικητές της εκλογικής αναμέτρησης. Με ποσοστό 8,7%, 3,9% περισσότερο σε σύγκριση με το 2021, εισήλθε στη Βουλή με πλήρες καθεστώς κοινοβουλευτικής ομάδας. Οι διαπραγματεύσεις για το πρόγραμμα διακυβέρνησης αναμένονται σκληρές, ενώ η έντονη προεκλογική εκστρατεία δυσκολεύει αρκετά τα πράγματα. Ο Φ. Μερτς έθεσε ως στόχο για την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων το Πάσχα, δηλαδή σε επτά περίπου βδομάδες. Όλοι γνωρίζουν πόσο αναγκαίος, όχι μόνο για τη Γερμανία, είναι ο σχηματισμός μιας σταθερής κυβέρνησης στη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης, μετά από πολλούς μήνες παραπαίουσας διακυβέρνησης των SPD, FDP και Πρασίνων.
Οι φωνές εκείνων που ζητούν γρήγορη ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων μεγαλώνουν καθημερινά. Σε πολλά οικονομικά θέματα, στην αύξηση των αμυντικών δαπανών και ενίσχυση της ευρωπαϊκής άμυνας και ασφάλειας, στη στήριξη της Ουκρανίας και του απογαλακτισμού από τις ΗΠΑ, οι θέσεις των δύο πλευρών είναι πολύ κοντά. Ακόμα και στο μεταναστευτικό, μετά τη δήλωση Φ. Μερτς ότι οι θέσεις του δεν αποτελούν κόκκινη γραμμή, τα πράγματα είναι πιο εύκολα.
Εκεί που ενδεχομένως να υπάρξουν δυσκολίες είναι στο συνταγματικά κατοχυρωμένο λεγόμενο φρένο χρέους. Για να μπορέσει η νέα κυβέρνηση να προχωρήσει σε νέο δανεισμό για κάλυψη των αμυντικών δαπανών, της στήριξης της Ουκρανίας, κυρίως όμως των απαραίτητων μεγάλων επενδύσεων σε στρατηγικούς τομείς και υποδομές, πρέπει να υπάρξει τροποποίηση του Συντάγματος, κάτι που απαιτεί μεγάλες πλειοψηφίες στη Βουλή. Γι’ αυτό και πολλοί θιασώτες της χαλάρωσης των σχετικών προνοιών του Συντάγματος συζητούν ήδη το ενδεχόμενο να περάσει τώρα που ο συσχετισμός δυνάμεων είναι θετικός σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, πριν αναλάβει η νέα Βουλή.
Ο κ. Μιχάλης Κουμίδης είναι πρώην αν. λειτουργός ΓΤΠ και σύμβουλος Τύπου της Κ.Δ. στη Βόννη, στο Βερολίνο και στις Βρυξέλλες.