
Δεν είναι η πρώτη φορά. Αντί τραγωδίες, όπως το σιδηροδρομικό δυστύχημα των Τεμπών, να μας φέρνουν κοντά, γίνονται αφορμές σύγκρουσης. Η μεγαλύτερη συλλογική τραγωδία είναι ότι ο πόνος δεν μας ενώνει, μας χωρίζει. Η διαχείριση οδυνηρών συμβάντων αντανακλά την εμπεδωμένη κουλτούρα πολωτικής κομματικής αντιπαράθεσης και ό,τι αυτή συνεπάγεται για την ανεύρεση της αλήθειας. Υπάρχει μέθοδος στη συλλογική τρέλα.
Το δυστύχημα των Τεμπών ήταν συγκλονιστικό. Η άλογη τυχαιότητα του συμβάντος σε ένα δημοφιλές μέσο μεταφοράς και η νεαρή ηλικία των πλείστων θυμάτων, μας έκαναν να νιώσουμε τον πόνο των συγγενών. Εκτός από συμπόνια, το συναίσθημα της οργής ήταν αναπόφευκτο. Ο Αριστοτέλης θα μας έλεγε ότι δεν θα ήταν φυσιολογικό, αν δεν το νιώθαμε.
Βιώνουμε την οργή όταν έχει διαπραχθεί κάτι κακό που μας αφορά – η οργή μάς κινητοποιεί να το αντιμετωπίσουμε. Αν αφεθεί ανεπεξέργαστη, η οργή οδηγεί στην εκδίκηση: θέλουμε να υποφέρει αυτός που έκανε το κακό. Δεν διορθώνεται, όμως, έτσι το κακό. Η οργή αποκτά θετική κανονιστική ισχύ, όταν μεταποιείται σε αίτημα δικαιοσύνης. Αυτό είναι το δίδαγμα του Αισχύλου στις «Ευμενίδες». Η οργή γίνεται δύναμη δημιουργίας, όταν εκλογικεύεται. Την πρωτοκαθεδρία, τότε, έχουν ο λόγος και οι θεσμοί. Πώς μιλάμε για το δυστύχημα; Πώς το αντιμετωπίζουμε ως οργανωμένη κοινότητα;
Στις μαζικές διαμαρτυρίες για τα Τέμπη, τα ανεπεξέργαστα αισθήματα οργής ώθησαν πολλούς να χαρακτηρίσουν το δυστύχημα «δολοφονία» και «έγκλημα». Τανύστηκαν οι έννοιες για να αναδειχθεί η φρίκη του συμβάντος. Η φρασεολογία αυτή συγκινεί, αλλά αποκλίνει από το θεσμικό λεξιλόγιο (ένα δυστύχημα δεν είναι δολοφονία). Εισερχόμενο αμιγώς συγκινησιακά, χωρίς έλλογη διήθηση, στον δημόσιο λόγο, το δυστύχημα απέκτησε ασυνήθη δραστικότητα: ενεργοποίησε, αφενός, τη χρόνια δυσπιστία των πολιτών προς το κράτος (και την κυβέρνηση που το διαχειρίζεται), αφετέρου, τις τεκτονικές πλάκες της άμετρης κομματικής σύγκρουσης.
Λειτουργώντας χρονίως πολωτικά, το ελληνικό κομματικό σύστημα μετασχηματίζει κάθε μείζον οδυνηρό συμβάν σε παίγνιο μηδενικού αθροίσματος: η κυβέρνηση πασχίζει να ελαχιστοποιήσει το πολιτικό κόστος (αφού, τυπικά, φέρει την ευθύνη), η δε αντιπολίτευση να μεγιστοποιήσει το πολιτικό όφελος (εφόσον, δυνητικά, φθείρει την κυβέρνηση). Διαφορετικά: ένα δυστύχημα είναι φθοροποιό συμβάν για τους μεν, ευκαιρία κυβερνητικής φθοράς για τους δε. Αν συγκρίνετε τις αντιδράσεις στο Μάτι και στα Τέμπη, με δύο πολύ διαφορετικές κυβερνήσεις, θα δείτε εντυπωσιακές ομοιότητες.
Η κυβερνητική παράταξη, πασχίζοντας να μειώσει το πολιτικό κόστος, απέδωσε τα αίτια του δυστυχήματος των Τεμπών σε «ανθρώπινο λάθος», απομειώνοντας το ευρύτερο τεχνικό-οργανωσιακό-θεσμικό σύστημα που εξέθρεψε το λάθος, ενώ η αντιπολίτευση, αντιστρόφως, επέμενε, κυρίως, στις συστημικές (δηλαδή, κυβερνητικές) ευθύνες. Σε ένα διαδραστικό πλαίσιο άμετρης σύγκρουσης, η αλληλόδραση κυβέρνησης-αντιπολίτευσης γρήγορα εκχυδαΐστηκε. Ακόμη και η εύλογη κριτική κυβερνητικών χειρισμών θεωρήθηκε «τυμβωρυχία» και «εργαλειοποίηση του πόνου». Αντιστοίχως, η τοξική όξυνση κατέστη η βέλτιστη στρατηγική για την αντιπολίτευση. Οι «κυβερνητικές ευθύνες» έγιναν συνειδητή «συγκάλυψη», με «ενορχηστρωτή» τον Μητσοτάκη. Ποιο κόμμα θα τολμήσει να μη χρησιμοποιήσει, σήμερα, τη ρητορική της «συγκάλυψης»;
Η άκρατη πολιτικοποίηση του δυστυχήματος αλλοίωσε την πρόσληψή του από τα ΜΜΕ και την κοινή γνώμη, δυσχεραίνοντας την έλλογη-θεσμική αντιμετώπισή του: ενώ η συνωμοτική φημολογία πληθαίνει, το ζητούμενο, πλέον, δεν είναι η, με θεσμικούς όρους, αλήθεια, σε όλα τα επίπεδα, αλλά η έκφραση «μομφής» στο «καθεστώς Μητσοτάκη». Δεν ήταν πολύ διαφορετική η κατάσταση το 2018, μετά το Μάτι. (Μητσοτάκης: «Η διαχείριση της κρίσης από την κυβέρνηση με κάνει να πιστεύω ότι υπάρχει προσπάθεια […] συγκάλυψης ευθυνών», «Πρώτο Θέμα», 31/7/18). Το διαχρονικό μοτίβο είναι ευδιάκριτο: πόνος, οργή, άμετρη πολιτική σύγκρουση, αλόγιστη πολιτικοποίηση του συμβάντος, μεροληπτική προσέγγιση της αλήθειας, αμφισβήτηση θεσμικών προσεγγίσεων.
Για να μην εμπλακούν οι κομματικοί παίκτες σε παίγνιο μηδενικού αθροίσματος, πρέπει να σκέφτονται όχι μόνο υπολογιστικά αλλά και σχεσιακά-θεσμικά – να μη νοιάζονται αποκλειστικά για οφέλη ή ζημίες, αλλά και για το πώς υπηρετούν το κοινό καλό. Για να συμβεί αυτό απαιτούνται πολιτικές ηγεσίες που θα υπερβαίνουν τον υπολογιστικό εαυτό τους. Ακόμη αναζητούνται.
Οι ευθύνες της (εκάστοτε) κυβέρνησης είναι πάντοτε μεγαλύτερες, καθότι, λόγω θέσεως, έχει την πρωτοβουλία κινήσεων. Αν, εν προκειμένω, ο πρωθυπουργός κατέβαινε από τον «επιτελικό» θρόνο του, θα είχε αντιληφθεί καλύτερα το δέον γενέσθαι. Θα μπορούσε να είναι πιο συγκρατημένος και λιγότερο μεροληπτικός στις διαπιστώσεις του, αφήνοντας χώρο στους θεσμικά αρμόδιους να αποφανθούν. Θα μπορούσε να ανταποκριθεί, με πολιτικούς όρους, στο πάνδημο αίτημα για δικαιοσύνη, διατηρώντας κριτική στάση απέναντι στον τέως υπουργό Μεταφορών Καραμανλή, στερώντας του, τουλάχιστον, τη δυνατότητα να είναι βουλευτής. Θα μπορούσε, τολμηρά, να παραχωρήσει την προεδρία της εξεταστικής επιτροπής της Βουλής στην αντιπολίτευση και να ενθαρρύνει τους βουλευτές του για αμερόληπτη διερεύνηση. Τίποτα από αυτά δεν έκανε. Σήμερα, ορθώς ζητά «να αφήσουμε τη Δικαιοσύνη να κάνει τη δουλειά της», αλλά αποσιωπά τις παραλείψεις του να κάνει κι αυτός τη δική του: να προτάξει την ικανοποίηση της πολιτικής διάστασης του αιτήματος για δικαιοσύνη από το άμεσο κυβερνητικό συμφέρον.
Τώρα είναι, μάλλον, αργά. Το πολιτικό κεφάλαιο της κυβέρνησης απομειώνεται. Ένα νέο κίνημα αγανακτισμένων γιγαντώνεται. Τα λαϊκιστικά άκρα ήδη κεφαλαιοποιούν την οργή.
Ο κ. Χαρίδημος Τσούκας είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και αντεπιστέλλον μέλος της Κυπριακής Ακαδημίας Επιστημών, Γραμμάτων και Τεχνών.