ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...

Θέλεις δικαιοσύνη; Εμπιστεύσου τη Δικαιοσύνη

Του ΧΑΡΙΔΗΜΟΥ Κ. ΤΣΟΥΚΑ

Η ιστορία είναι γνωστή και, στον πυρήνα της, διαρκώς επίκαιρη. Το 1962, ο Ηλίας Ηλιού, κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς (ΕΔΑ), επισκέφθηκε υπουργό της κυβέρνησης Καραμανλή προκειμένου να διαμαρτυρηθεί για τη βία που υφίσταντο οι αριστεροί φοιτητές στα πανεπιστήμια. Στο τέλος της συνάντησης, υπεραμυνόμενος ουσιαστικά των βίαιων τακτικών που μετερχόταν το δεξιό σύστημα (κρατικό και παρακρατικό), ο υπουργός φέρεται να είπε στον Ηλιού: «θα σας ταράξουμε στο ξύλο». Η απάντηση του Ηλιού ήταν μνημειώδης: «Και μεις θα σας ταράξουμε στη νομιμότητα».

Ο Ηλίας Ηλιού, από τις φωτισμένες μορφές της ελληνικής Αριστεράς, αντιλαμβανόταν ότι η νομιμότητα στη δημοκρατία (όσο ανελεύθερη κι αν ήταν η τελευταία στη μετεμφυλιακή Ελλάδα) συνιστά αξία καθ’ εαυτήν. Δεν είναι διακοσμητική. Η νομιμότητα, ακόμη και σε ένα αυταρχικής κοπής κράτος δικαίου, παρέχει δυνατότητες στους αδύναμους. Η έννομη τάξη και η Δικαιοσύνη που την υπηρετεί διατηρούν τη σχετική αυτοτέλειά τους έναντι της κυβερνητικής εξουσίας.

Ο πολίτης δεν έχει άλλη ειρηνική επιλογή παρά να εμπιστεύεται τη Δικαιοσύνη – και για λόγους αρχής και για λόγους πραγματισμού. Οι Αφροαμερικανοί ηγέτες του κινήματος πολιτικών δικαιωμάτων στις ΗΠΑ το ήξεραν, γι’ αυτό και ενθάρρυναν προσφυγές στα δικαστήρια κατά των φυλετικών διακρίσεων. Οι φωτισμένοι εκ των Ελλήνων αριστερών, επίσης το γνώριζαν. Οι τωρινοί επίγονοί τους, γεννήματα της ασύδοτης σοσιαλμιντιακής εποχής, δεν κουράζονται να επιδεικνύουν τη διανοητική ρηχότητά τους, έχοντας υποκαταστήσει την ανάλυση με την εντυπωσιοθηρία και τον στοχαστικό λόγο περί θεσμών με τον συγκρουσιακό λαϊκισμό.

Τι θα πει εμπιστεύομαι τη Δικαιοσύνη; Θα πει ότι αυτονόητα πιστεύω ότι η Δικαιοσύνη προστατεύει, κατ’ αρχήν, έννομα αγαθά, τα οποία συμπυκνώνουν κοινές αξίες τής σε κράτος οργανωμένης συλλογικής διαβίωσης, και αποφαίνεται αμερόληπτα, με βάση τον νόμο και την ερμηνεία του, από ακέραιους δικαστές. Κι αν οι δικαστικές ερμηνείες δεν με βρίσκουν σύμφωνο; Κι αν υπάρχουν εμφανή στοιχεία δικαστικής μεροληψίας; Κι αν κάποιοι δικαστές δεν είναι ακέραιοι; Τότε ακριβώς είναι που δοκιμάζεται η εμπιστοσύνη μου στη Δικαιοσύνη.

Ακόμα κι όταν, ευλόγως, κλονίζεται η πίστη μου στους θεσμούς του κράτους δικαίου, η στάση μου οφείλει να είναι σωκρατική: η αφοσίωσή μου στην «πόλιν» υπερτερεί. Δεν πρέπει να επιτρέψω στον εαυτό μου να σταματήσει να εμπιστεύεται τη Δικαιοσύνη, ακόμη κι όταν αυτή δεν ανταποκρίνεται, κατά την κρίση μου, στην αποστολή της. Η εμπιστοσύνη μου είναι αξιακή, όχι πραγματολογική, είναι θέση αρχής, όχι συγκυριακή.

Γιατί; Πρώτον, διότι γνωρίζω ότι οι δικαστικές ερμηνείες είναι ιστορικά μεταβλητές – εκφράζουν επικρατούσες απόψεις, εν τόπω και χρόνω. Όταν διαφωνώ, θα αγωνιστώ ειρηνικά, αν χρειαστεί και με πολιτική ανυπακοή, με βάση τον ορθό λόγο, να αλλάξουν οι νόμοι ή η ερμηνεία τους. Δεύτερον, όταν εμπιστεύομαι τη Δικαιοσύνη, εμπιστεύομαι έναν απρόσωπο θεσμό, όχι συγκεκριμένες εκφάνσεις του. Ενώ οι διαφωνίες μου είναι εστιασμένες σε επιμέρους αποφάσεις, η δυσπιστία μου στο θεσμό, καθαυτό, θα σήμαινε μια γενικώς αρνητική στάση, η οποία θα καθόριζε τις επιμέρους αντιλήψεις μου.

Διαφορετικά: αν διαφωνώ με την Χ ή Ψ δικαστική απόφαση, δεν στερώ από τον εαυτό μου τη δυνατότητα να πασχίζει, επιχειρηματολογικά, ακόμη και ακτιβιστικά, ώστε άλλες αποφάσεις να εκφράζουν τις αντιλήψεις μου – δεν παύω να ελπίζω. Αν, όμως, δεν εμπιστεύομαι τη Δικαιοσύνη, η στάση μου προδικάζει αρνητικά οτιδήποτε κάνει η Δικαιοσύνη, οπότε χάνω τη δυνατότητα να τη θεωρώ αποδεκτό μηχανισμό απονομής δικαιοσύνης γενικά – παύω να ελπίζω, παραλύω ή εκτρέπομαι στη βία.

Η δυσπιστία στη Δικαιοσύνη ως θεσμό, αφενός, υποβαθμίζει την ποιότητα του δημόσιου βίου (όλοι οι άλλοι τρόποι επιλύσεως διαφορών μειονεκτούν), αφετέρου, δεν είναι προς το συμφέρον μου ως πολίτη (πώς αλλιώς θα βρω το δίκιο μου;). Η καχυποψία διαβρώνει τη Δικαιοσύνη, με συνέπεια αυτή να χάνει την ηθική νομιμοποίησή της και να αποδυναμώνεται η δικαιοδοτική λειτουργία της. Από αυτή την εξέλιξη, κερδισμένοι βγαίνουν οι ισχυροί και οι αδικοπραγούντες.

Όταν, με αφορμή τη δικαστική διερεύνηση του δυστυχήματος των Τεμπών, αρχηγοί ελληνικών κομμάτων δηλώνουν, με διάφορους τρόπους, ότι δεν εμπιστεύονται τη Δικαιοσύνη, δεν σφάλλουν απλώς, αλλά δείχνουν την απουσία ηγετικού αναστήματος. Ο statesman δεν αναπαράγει απλώς το συγκυριακό λαϊκό αίσθημα δυσπιστίας, αλλά το μεταποιεί σε στιβαρή θεσμική-πολιτική κριτική. Το λαϊκό θυμικό καθίσταται δύναμη δημιουργίας μόνο στο βαθμό που μετατρέπεται σε έλλογη κριτική, εντός των θεσμών.

Πόσοι γνωρίζουν ότι την εξαιρετικά περίπλοκη δικογραφία των Τεμπών, εκτάσεως 500.000 σελίδων, χειρίζεται ένας και μόνον εφέτης ανακριτής; Πώς θα κάνει τη δουλειά της μια Δικαιοσύνη χωρίς πόρους; Πώς θα φέρει με επάρκεια εις πέρας το εξαιρετικά δύσκολο έργο του ο εφέτης ανακριτής κ. Μπακαΐμης, που χειρίζεται την υπόθεση, όταν, όχι μόνο στερείται πόρων, αλλά, συγχρόνως, ηθικά συνθλίβεται; Πώς θα είναι πειστικές οι δικαστικές αποφάσεις αύριο, αν έχει ήδη καλλιεργηθεί η έλλειψη εμπιστοσύνης στη Δικαιοσύνη σήμερα;

Διαχωρίζουμε το σωστό από το λάθος, το έγκυρο από το ψευδές, την αλήθεια από το ψέμα, μόνο εφόσον, κατ’ αρχήν, εμπιστευόμαστε τους θεσμούς. Η κριτική αποκτά ορθολογικό περιεχόμενο όταν αισθανόμαστε μέλη μιας παράδοσης – τότε διαθέτουμε κοινά κριτήρια αναφοράς για να αξιολογήσουμε εγκύρως ανταγωνιστικούς ισχυρισμούς. Όλα τα άλλα είναι για καιροσκόπους πολιτικούς και διαδικτυακούς καφενέδες.

Ο κ. Χαρίδημος Τσούκας είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και αντεπιστέλλον μέλος της Κυπριακής Ακαδημίας Επιστημών, Γραμμάτων και Τεχνών.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

NEWSROOM

Προσωπικότητες στην ''Κ'': Τελευταία Ενημέρωση