
Συζητείται αυτές τις μέρες το ενδεχόμενο αδειοδότησης της ανέγερσης πολυώροφου κτηρίου στην περιοχή Πύλης Αμμοχώστου. Το ζήτημα αναδείχθηκε μέσα από σχετική ανακοίνωση του Συνδέσμου Κυπρίων Αρχαιολόγων, σύμφωνα με την οποία τόσο ο Σύνδεσμος, όσο και το Τμήμα Αρχαιοτήτων, έχουν εκφράσει την έντονη διαφωνία τους στην προώθηση μιας τέτοιας παρεμβατικής ανάπτυξης μεγάλης κλίμακας σε μια τόσο ευαίσθητη αρχαιολογικά και ιστορικά περιοχή. Η εν λόγω συζήτηση διεξάγεται στον απόηχο των πρόσφατων περιστατικών κατεδάφισης στη Λευκωσία κατοικιών, με μοναδικά αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά που τις καθιστούσαν αναπόσπαστο κομμάτι της αστικής φυσιογνωμίας, καθώς και της καταστροφής λόγω πυρκαγιών ιστορικών κτηρίων της Λεμεσού.
Έχω την άποψη ότι τα πιο πάνω γεγονότα μάς δίνουν το έναυσμα για μια συζήτηση που δεν εξαντλείται στο τεχνοκρατικό επίπεδο του άμεσα εμπλεκόμενου δημόσιου τμήματος ή των επαγγελματιών του κλάδου, ούτε στο επίπεδο της τοπικής κοινωνίας και της ήδη εκφρασθείσας κοινωνικής ευαισθησίας μεμονωμένων ομάδων του πληθυσμού. Μια ευρύτερη συζήτηση πολιτικής και δικαίου. Και εξηγώ: οφείλουμε να αναζητήσουμε τις έννομες προσδοκίες και αξιώσεις που ως πολίτες έχουμε από το κράτος για σεβασμό, προστασία και προαγωγή του δικαιώματός μας στο πολιτιστικό περιβάλλον.
Μετά από πρόσφατη τροποποίηση του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, έχει περιληφθεί στο Μέρος 2, το οποίο αφορά στα θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες, το άρθρο 7Α, το εδάφιο 1 του οποίου προβλέπει ότι, «Έκαστος έχει το δικαίωμα σε ένα ασφαλές, καθαρό, υγιές και βιώσιμο περιβάλλον». Σε αντίθεση με άλλα Συντάγματα, όπως το ελληνικό, όπου γίνεται ρητή αναφορά στο «πολιτιστικό περιβάλλον», στο δικό μας Σύνταγμα μια τέτοια αναφορά απουσιάζει. Ωστόσο, είναι γενικά αποδεκτό ότι, ο όρος «περιβάλλον» υπό ευρεία έννοια περιλαμβάνει τόσο το φυσικό, όσο και το πολιτιστικό ή ανθρωπογενές περιβάλλον, το περιβάλλον δηλαδή το οποίο αποτελεί ανθρώπινο δημιούργημα. Η αρχή, δε, της βιωσιμότητας ή της αειφορίας του περιβάλλοντος επιτάσσει όπως η οποιαδήποτε ανάπτυξη, διαχείριση ή εκμετάλλευση των φυσικών ή πολιτιστικών πόρων, οι οποίοι είναι πολύτιμοι και αναντικατάστατοι, διασφαλίζει τη διάσωσή τους προς χάριν, όχι μόνο των τωρινών, αλλά και των επόμενων γενεών.
Η έννοια του «πολιτιστικού περιβάλλοντος» ταυτίζεται με εκείνην της «πολιτιστικής κληρονομιάς», έννοια η οποία καλύπτει τα αποτυπώματα της υλικής ή άυλης ανθρώπινης δραστηριότητας (μνημεία, αρχαιότητες, έθιμα, παραδόσεις), τα οποία μια κοινωνία θεωρεί ως ουσιώδη για την ταυτότητα και τη συλλογική της μνήμη και τα οποία επιθυμεί να προστατεύσει, προκειμένου να τα μεταδώσει στις επόμενες γενεές. Αξίζει, δε, να σημειωθεί ότι με την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς δεν επιχειρείται απλώς η διατήρηση του ιστορικού παρελθόντος ενός τόπου, αλλά ο εμβολιασμός του παρόντος, μέσω μιας δυναμικής, ζωντανής σύνδεσης των δύο, κατά τρόπο που, αφενός, να εμπλουτίζεται η ποιότητα της καθημερινής ζωής και της δημιουργικότητας των ανθρώπων και, αφετέρου, να εξασφαλίζεται η πληρότητα, σταθερότητα και ιστορική συνέχεια της πολιτισμικής ταυτότητάς τους, η οποία ενισχύει και ενδυναμώνει τους συναισθηματικούς δεσμούς που καθιστούν τους ανθρώπους κοινότητα.
Τα πιο πάνω εξηγούν γιατί το κράτος θεωρείται ως κύριος εγγυητής του δικαιώματος στο πολιτιστικό περιβάλλον, κάτι που ορίζεται ρητά στη Σύμβαση της UNESCO του 1972 για την προστασία της παγκόσμιας πολιτιστικής και φυσικής κληρονομιάς, την οποία έχει κυρώσει και η Κύπρος και η οποία καθιερώνει την υποχρέωση των κρατών να προσδιορίζουν, να προστατεύουν, να συντηρούν, να αξιοποιούν και να μεταβιβάζουν στις μέλλουσες γενεές αυτή την κληρονομιά, λαμβάνοντας κατάλληλα μέτρα, μέσω και της πολεοδομικής τους νομοθεσίας.
Καθίσταται, επομένως, πρόδηλη η υποχρέωση όλων των κρατικών που ασκούν ή χαράσσουν πολεοδομική πολιτική όχι μόνο να προστατεύουν στο διηνεκές τα πολιτιστικά στοιχεία καθαυτά, αλλά και να αποφεύγουν οποιαδήποτε βλάβη, αλλοίωση ή υποβάθμιση του χώρου που τα περιβάλλει, ώστε να μην απομειώνεται η προβολή και η πολιτιστική τους αξία, ακόμα και αν αυτό συνεπάγεται περιορισμούς ή παρεμπόδιση της κατασκευαστικής δραστηριότητας. Κατ’ επέκταση, επιβάλλεται η ενσωμάτωση της παραμέτρου της περιβαλλοντικής προστασίας σε όλες τις χωροταξικές και πολεοδομικές πολιτικές και αποφάσεις, ώστε να επιτυγχάνεται η ισόρροπη στάθμιση μεταξύ της πολεοδομικής ανάπτυξη και της περιβαλλοντικής προστασίας.
Όταν, επομένως, ζητούμε από τις αρμόδιες αρχές του κεντρικού κράτους και της τοπικής αυτοδιοίκησης να μην υποτιμούν, να μην παραγνωρίζουν και να μη διακινδυνεύουν τον ιστορικό χαρακτήρα κτηρίων ή περιοχών, αυτό που στην πραγματικότητα αξιώνουμε είναι να σεβαστούν και να προστατεύσουν ένα συνταγματικό δικαίωμά μας, το δικαίωμα στο περιβάλλον. Και μέσα από αυτό, να σεβαστούν και να προστατεύσουν τη ζωντανή μας σχέση με τον τόπο, την ιστορία και την ταυτότητά μας, καθώς και την ποιότητα και αισθητική της ζωής και της καθημερινότητας, τόσο της δικής μας γενιάς, όσο και αυτών που θα μας ακολουθήσουν.
Η κα Νάσια Διονυσίου είναι νομικός - συγγραφέας.