Ο ένας «ξυπόλητος» από την Αργάκα, ο άλλος –ενδεχομένως– με πέδιλα από τους Ιερούς Κήπους της Γεροσκήπου και ο τρίτος με… αρβυλάκια και τον βουνίσιο αέρα του Αγρού, πήραν σιγά σιγά τον ανήφορο για τον λόφο του προεδρικού μεγάρου.
Ποιος θα κόψει το σκοινί πρώτος, ποιος θα ξεκουραστεί στον ιερό θρόνο και θα φιλοξενηθεί για μια πενταετία στον διοικητικό Οίκο, ουδείς γνωρίζει ακόμα. Όπως υποστηρίζουν οι ειδήμονες των προεκλογικών αναλύσεων, είναι ακόμα νωρίς και είναι μακρύς ο δρόμος για το Προεδρικό.
Ο αυτοαποκαλούμενος «ξυπόλητος» Αβέρωφ Νεοφύτου –ως απαπούτσωτος γάτος, προφανώς παρουσιάζει δυσκολίες στον δρόμο του και βαδίζει σε ρυθμούς χελώνας, αφού στις δημοσκοπήσεις εμφανίζεται να αγκομαχεί σε σύγκριση με τον ομοϊδεάτη του, Νίκο Χριστοδουλίδη. Ο πρόεδρος του Δημοκρατικού Συναγερμού μπήκε πρώτος στον αγώνα, αρχικά με την ελπίδα να κάνει τον Χριστοδουλίδη να ξανασκεφτεί την υποψηφιότητα και ακολούθως για να είναι σε θέση να ελέγξει και να δρομολογήσει τον κομματικό μηχανισμό για εξυπηρέτηση της δικής του υποψηφιότητας.
Αν και ανυπόδητος (!), βασικός του «εξοπλισμός» είναι αυτός ακριβώς ο κομματικός μηχανισμός που τον στηρίζει και που διακρίνεται για την εμπειρία του και την οργανωτικότητά του. Βασική επιδίωξη του επιτελείου του είναι να πετύχει την κομματική συσπείρωση, γεγονός αρκετά δύσκολο, εξαιτίας της διάσπασης που προκάλεσε η υποψηφιότητα του Νίκου Χριστοδουλίδη. Ο Αβέρωφ Νεοφύτου δύσκολα κερδίζει συμπάθειες έξω από τον κομματικό του χώρο, το πρόσωπό του έχει συνδεθεί με τη διαφθορά που στιγμάτισε το πολιτικοκοινωνικό σκηνικό τα χρόνια της διακυβέρνησης Νίκου Αναστασιάδη, οι εμφανίσεις του και οι δηλώσεις του ανακινούν γέλωτα ουκ ολίγες φορές, ενώ το επιτελείο του δεν μπορεί να απαλλαγεί επικοινωνιακά από δείγματα υπεροπτικής αρπακτικότητας, επιδειξιομανίας και στερεοτυπολατρικής ατακολογίας.
Το «Φαινόμενο», «το καλό παιδί», «ο γραβατωμένος οικογενειάρχης της διπλανής πόρτας», ο πρώην υπουργός Εξωτερικών Νίκος Χριστοδουλίδης, έκλεψε από την αρχή τις εντυπώσεις και ξεκίνησε τον μεγάλο περίπατο με τον αέρα του νικητή. Αυτή ακριβώς η δημοφιλία λειτούργησε ως κινητήριος μοχλός για τον χάρτινο βασιλιά του ενδιάμεσου χώρου, ΔΗΚΟ, ώστε να ανακοινώσει τη στήριξή του στον Νίκο Χριστοδουλίδη. Η υποψηφιότητα αυτή φέρει κάτι από το μακρινό παρελθόν, όμως είναι καθρέφτης της σύγχρονης απολιτίκ στάσης του Κύπριου, που ψηφίζει χωρίς να ξέρει τι και γιατί ψηφίζει.
Με τα χρυσά πέδιλα ενός φτερωτού θεού, ο πρώην υπουργός Εξωτερικών δεν περπατά, όπως οι πολιτικοί του αντίπαλοι, αλλά αιωρείται στα σύννεφα και πολύ πιθανόν το ταξιδιωτικό του μέσο να τον προσγειώσει τηλεμεταφορικώς και ταχυμεταφορικώς στο κατώφλι του Προεδρικού. Ο Νίκος Χριστοδουλίδης υιοθέτησε από την αρχή ένα προφίλ Μεσσία, με ανάλογο ρεπερτόριο εκκλησιαστικού συναξαρίου και ύφος Σωτήρος των ψυχών ενός ποιμνίου. Πράγματι, στις δημοσκοπήσεις «πετάει πολύ ψηλά» και είναι εξαιρετικά αγαπητός σε ακροατήρια όλων των κομμάτων. Ως εκ τούτου, ο Νίκος Χριστοδουλίδης δείχνει να έχει τη δύναμη να ναρκώσει τους φορείς κομματικής επαγρύπνησης και να διαλύσει γερούς κομματικούς μηχανισμούς, αποδυναμώνοντας τη συσπείρωση. Διαθέτει όλα τα μεσσιανικά χαρακτηριστικά που μπορεί να τον βοηθήσουν να ηγηθεί ενός ενδιάμεσου χώρου, που ποτέ στο παρελθόν δεν ήταν τόσο ρευστός και κούφιος ιδεολογικά.
Ο ενδιάμεσος αυτός χώρος είναι δύσκολο να ορισθεί ιδεολογικά και να υπολογισθεί. Είναι μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, ανάμεσο αποχής, λευκού και αναρχο-ανταρσίας. Γι’ αυτό και το άπειρο επιτελείο και η προχειροειδής επικοινωνιακή ομάδα του Νίκου Χριστοδουλίδη που λέκιασε δις αυτογκολικώς την υποψηφιότητά του με την αντιγραφή παλιάς ομιλίας υποψηφίου και ακολούθως παλιάς ανακοίνωσης υποψηφιότητας, οφείλει να μην επαναπαυθεί στις δάφνες αυτής της –ομολογουμένως– εντυπωσιακής δημοφιλίας, αλλά να τολμήσει την παραγωγή ιδεών έναντι της προσφιλούς σε αυτήν αναπαραγωγής.
Με αρβυλάκια ικανά να περπατήσουν ακόμα και στα Μον Πελεράν και Κραν Μοντάνα, από την ορεινή –δοξασμένη ιστορικά και αγωνιστικά– Πιτσιλιά, ο Ανδρέας Μαυρογιάννης ξεκίνησε τον δικό του δρόμο παίρνοντας ανηφοριές και μονοπάτια και ψάχνοντας να βρει τα σκαλοπάτια που πάνε στον διοικητικό οίκο της Λευκωσίας. Η υποψηφιότητά του έχει κύρος στο διεθνές γίγνεσθαι εξαιτίας του πλούσιου διπλωματικού βιογραφικού του τέως διαπραγματευτή του Kυπριακού, εντούτοις σε τοπικό επίπεδο στο πρώιμο στάδιο της προθετικότητας του ΑΚΕΛ για στήριξη, δεν εξασφάλισε «μετά βαΐων και κλάδων» υποδοχή από την κομματική βάση. Ωστόσο, ο υποψήφιος του κόμματος της Αριστεράς σιγά-σιγά φαίνεται να κερδίζει την πλειοψηφία του ακελικού ακροατηρίου και το κόμμα αισιοδοξεί ότι μπορεί να πετύχει τη συσπείρωση.
Ως ανάχωμα στον στόχο της συσπείρωσης λειτουργεί η υποψηφιότητα του νομικού Αχιλλέα Δημητριάδη, η οποία αναμένεται να αποσπάσει κάποια φασόλια από τον ψηφοφορικό κουμπαρά του κόμματος. Η υποψηφιότητα Μαυρογιάννη «πληρώνει» την καθυστέρηση του κόμματος στην επιλογή υποψηφίου και την επακόλουθη έλλειψη προετοιμασίας στην έκθεση αυτού στο κοινό. Επομένως, το επιτελείο του καλείται να εξηγήσει αντιφάσεις και διγλωσσία κόμματος και υποψηφίου, κυρίως σε σχέση με το Kυπριακό και το έως τώρα αφήγημα της αντιπολίτευσης στο ζήτημα. Όπως και να ’χει, αυτές οι εκλογές είναι για το ΑΚΕΛ μάχη ζωής και θανάτου, είναι αγώνας υπαρξιακός για το μέλλον του κόμματος και την ταυτότητά του.
Γενικότερα, αυτές οι προεδρικές εκλογές ενδέχεται να οδηγήσουν σε ένα νέο μοίρασμα, σε μια αναδιανομή ψήφων στους πολιτικούς χώρους και να καθορίσουν τον μελλοντικό ιδεολογικό χάρτη της Κύπρου. Η μεγάλη περιπέτεια έχει ήδη αρχίσει.
Η κα Κούλα Στυλιανού είναι φιλόλογος.