Διαβάζοντας τη συνέντευξη του διαπραγματευτή μας στο Κυπριακό Μενέλαου Μενελάου (Καθημερινή, 9/3/2025) ένιωσα κάτι να μου θυμίζει, σαν ένα ανησυχητικό deja vu. Όχι για το αν είναι καλή ή κακή η διζωνική ή από τον φόβο που κυριεύει ορισμένους όποτε βρεθούμε ενώπιον μιας νέας διαδικασίας. Ούτε από την αγωνία των ζηλωτών της όποιας λύσης να είμαστε έξτρα χουβαρντάδες, μη χαθεί η ευκαιρία. Το deja vu, η αναλαμπή, έχει να κάνει με τη διαχρονική μας νοοτροπία να διαβάζουμε λάθος τα σημάδια των καιρών, διότι παραμένουμε προσκολλημένοι σε ξεπερασμένες βεβαιότητες και επικίνδυνες πλάνες.
Πώς θα επιτευχθεί η επάνοδος της τουρκικής πλευράς στο συμφωνημένο πλαίσιο, ρωτήθηκε ο κ. Μενελάου. «Είναι απολύτως ξεκάθαρο, χωρίς καμία αμφιταλάντευση από τη διεθνή κοινότητα, το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών και την Ευρωπαϊκή Ένωση, ότι το Κυπριακό πρέπει να λυθεί στο ομοσπονδιακό πλαίσιο και αυτό η Τουρκία και η τ/κ πλευρά το ακούν και δεν μπορούν να μην το λάβουν υπόψη».
«Αποκλείεται τα Ηνωμένα Έθνη να αναζητήσουν τη μέση λύση ανάμεσα σε ομοσπονδία και δύο κράτη;» ερωτάται ακολούθως ο διαπραγματευτής. Είναι όμως βέβαιος ότι, «δεν τίθεται τέτοιο θέμα και αυτό είναι απολύτως ξεκαθαρισμένο από μέρους της διεθνούς κοινότητας και του Συμβουλίου Ασφαλείας. Η βάση λύσης του Κυπριακού είναι το ομοσπονδιακό πλαίσιο». Αναρωτιέμαι από πού πηγάζει τόση βεβαιότητα.
Πόσο ορθά διαβάζουμε το σημερινό διεθνές περιβάλλον; Όταν, πριν από ένα μήνα στον ΟΗΕ, ΗΠΑ, Ισραήλ, ο εταίρος μας στην Ε.Ε. Ουγγαρία και η γειτονική Συρία, εγκατέλειψαν την Ουκρανία και τάχθηκαν υπέρ της Ρωσίας, καταψηφίζοντας ψήφισμα που καταδίκαζε τη Μόσχα και υποστήριζε την εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας (η Κίνα τήρησε αποχή). Δεύτερο παράδειγμα: Εδώ και δύο χρόνια ο Πρόεδρος Χριστοδουλίδης αγωνίζεται να πείσει την Ε.Ε. να διορίσει εκπρόσωπο στο Κυπριακό, χωρίς επιτυχία και αυτό γιατί οι εταίροι μας δεν θέλουν να τσαντίσουν την Τουρκία, που κάθε φορά που ζυγίζουν τον ρόλο της τον βρίσκουν ακόμη πιο αναβαθμισμένο. Τελικά, μήπως είναι για εμάς που ισχύει, «δεν μπορούν να μην το λάβουν υπόψη;».
Αυτό που μου θύμισε η συνέντευξη Μενελάου ήταν πόσο λαθεμένα είχε διαβάσει η πλευρά μας τις εξελίξεις που μας οδήγησαν στο δημοψήφισμα του 2004. Μια νοοτροπία στηριγμένη, τότε, στη βεβαιότητα ότι οι πάντα αδιάλλακτοι Τούρκοι θα μας χάριζαν μια ακόμη νίκη στη μάχη των εντυπώσεων, στην οποία έχει εξελιχθεί το Κυπριακό.
Στο βιβλίο «Σχέδιο Ανάν, Το μυστικό παζάρι» των Κώστα Βενιζέλου, Μιχάλη Ιγνατίου και Νίκου Μελέτη (Εκδόσεις Λιβάνη, 2005) υπάρχει μια συγκλονιστική μαρτυρία του τότε Προέδρου της Βουλής Δημήτρη Χριστόφια για την προετοιμασία της πλευράς μας ενόψει της κρίσιμης συνάντησης στην έδρα του ΟΗΕ, όπου συμφωνήθηκε η διαδικασία των συνομιλιών, η επιδιαιτησία και τα χωριστά δημοψηφίσματα, όλα εντός δυόμισι μηνών. «Το Εθνικό Συμβούλιο, στηριγμένο περισσότερο στην πάγια στάση του κ. Ντενκτάς και του κατεστημένου στην Τουρκία, έκρινε ότι ο Ντενκτάς δεν θα αποδεχόταν την πρόταση του γ.γ. Έγινε βέβαια νύξη για πιθανό ελιγμό της τουρκικής πλευράς, χωρίς όμως να εμβαθύνουμε στην πιθανότητα αυτή», είχε πει ο Χριστόφιας. Μια νύξη όλη κι όλη, αλλά την «έπνιξε» η βεβαιότητα για την τουρκική αδιαλλαξία. Σαν παρωπίδες που μας μπλόκαραν τη θέα για όσα συνέβαιναν, όχι πολύ μακριά. Στην Άγκυρα και την κατεχόμενη Λευκωσία.
Το 2002 κέρδισε τις εκλογές στην Τουρκία το κόμμα του Ερντογάν. Ακολούθως, στη σύνοδο κορυφής της Ε.Ε. στην Κοπεγχάγη η Κύπρος κλείδωσε την ένταξή της, με ή χωρίς λύση στο Κυπριακό. Τα δύο αυτά γεγονότα έβγαλαν στους δρόμους των κατεχομένων χιλιάδες Τ/κ που διαδήλωναν υπέρ της λύσης και κατά του Ντενκτάς. Βλέπαμε με έκπληξη και συμπάθεια τις διαδηλώσεις, λες κι αυτές συνέβαιναν στην Κορέα. Τον Απρίλιο του 2003, ο Ντενκτάς, είτε για να εκτονώσει τα πράγματα είτε διότι τον ανάγκασε η νέα ηγεσία στην Άγκυρα, άνοιξε τα οδοφράγματα. Δεκάδες χιλιάδες Ε/κ και Τ/κ πέρασαν στην «άλλη» πλευρά.
Ούτε αυτό μας πονήρεψε ότι κάτι μπορεί ν’ αλλάζει. Είδαμε μια ακόμη ευκαιρία να κερδίσουμε άλλη μια μάχη εντυπώσεων. Ζητήσαμε από τον γ.γ. να αναλάβει νέα πρωτοβουλία για λύση. Ο Κόφι Ανάν μάς κάλεσε στη Νέα Υόρκη. Πήγαμε, έχοντας προαποφασίσει να απορρίψουμε την πρότασή του για επιδιαιτησία, αλλά και με την άνεση ότι δεν θα χρειαζόταν γιατί ο αδιάλλακτος Ντενκτάς θα μας έβγαζε, πάλι, από τη δύσκολη θέση. Αντ’ αυτού, μας αιφνιδίασε. Τα δέχτηκε όλα.
Τουλάχιστον τότε υπήρχε ένα ελαφρυντικό. Η τουρκική αδιαλλαξία για 30 χρόνια ήταν μια αναλλοίωτη σταθερά. Σήμερα όμως πού στηρίζουμε τις βεβαιότητές μας;