
Οι ραγδαίες εξελίξεις στο Ουκρανικό έπειτα από την παρέμβαση των Ηνωμένων Πολιτειών έχουν δημιουργήσει ένα ντόμινο κινήσεων στην ευρύτερη σκακιέρα της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής ασφαλείας και της συναφούς με αυτή ευρωπαϊκής άμυνας. Οι κινήσεις αυτές διεξάγονται σε πολλά και διαφορετικά επίπεδα, καθώς τα ζητήματα ασφαλείας και άμυνας εφάπτονται του σκληρού πυρήνα των κρατικών αποφάσεων και η τύχη τους δύσκολα μπορεί να αφεθεί σε πολυμερείς θεσμικούς δρώντες, όπως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ή το ΝΑΤΟ.
Σε αυτό το πλαίσιο όμως και με την Ουάσιγκτον να ομιλεί για την υποχρέωση των Ευρωπαίων να αναλάβουν μεγαλύτερο φορτίο για την άμυνά τους αλλά και για την επόμενη ημέρα του Ουκρανικού, τρίτοι παίκτες που βρίσκονται στην περιφέρεια ή στις πτέρυγες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) εμφανίζονται να διεκδικούν διευρυμένο και αναβαθμισμένο ρόλο. Και αν το Ηνωμένο Βασίλειο διαβλέπει, σχεδόν μία δεκαετία μετά το Brexit, τη δυνατότητα επανόδου του στα θέματα της ευρωπαϊκής ασφάλειας και μίας ευκαιρίας να παίξει ξανά τον ρόλο της «γέφυρας» μεταξύ Ε.Ε. και ΗΠΑ, ο ρόλος που επιδιώκει να διαδραματίσει η Τουρκία απαιτεί πολύ μεγάλη προσοχή τόσο από την Αθήνα όσο και τη Λευκωσία. Και τούτο καθώς δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αποκλειστεί η άσκηση πίεσης προς τις δύο πλευρές να προβούν σε παραχωρήσεις που θα θέσουν σε κίνδυνο τις ασφαλιστικές δικλείδες που υπάρχουν σήμερα σε επίπεδο Ε.Ε.
Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, η Άγκυρα επιδιώκει παρασκηνιακά να εργαλειοποιήσει τις πολύπαθες σχέσεις Ε.Ε. - ΝΑΤΟ για να διεισδύσει στον χώρο της διαμόρφωσης και λήψης αποφάσεων σχετικά με την ευρωπαϊκή ασφάλεια και άμυνα, ακολουθώντας τη γνωστή «a la carte» προσέγγισή της για να αποκομίσει ανταλλάγματα σε διμερές επίπεδο. Στο πλαίσιο αυτό έχει επιδιώξει ήδη από τα τέλη του 2023 να αξιοποιήσει την «ιστορική», όπως την έχουν χαρακτηρίσει Toύρκοι αξιωματούχοι (και πιο συγκεκριμένα ο πρώην υφυπουργός Εξωτερικών Μπουράκ Ακσαπάρ) στους συνομιλητές τους στις Βρυξέλλες, επίσκεψη του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στην Αθήνα στις 7 Δεκεμβρίου και την υπογραφή της Διακήρυξης των Αθηνών για να εκκινήσει μία διαδικασία στρατηγικής διαβούλευσης μεταξύ Άγκυρας - Βρυξελλών ως προς το μέλλον των ευρωτουρκικών σχέσεων.
Το αφήγημα της Άγκυρας είναι ότι η ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφαλείας δεν νοείται χωρίς την ίδια. Η δε αναμφισβήτητη ανάπτυξη της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι διαθέτει τον δεύτερο μεγαλύτερο στρατό εντός ΝΑΤΟ, προσφέρουν στην Άγκυρα δύο σημαντικότατα διαπραγματευτικά ατού στις συζητήσεις περί επανεξοπλισμού της Ευρώπης, καθώς επίσης σε εκείνες για την αποστολή κάποιου είδους στρατιωτικής δύναμης στην Ουκρανία. Η πραγματικότητα είναι ότι εδώ και αρκετούς μήνες, ιδιαίτερα μετά την αλλαγή φρουράς στη Γενική Γραμματεία του ΝΑΤΟ με την έλευση του Μαρκ Ρούτε, έχει ξεκινήσει έντονη παρασκηνιακή κινητικότητα ώστε να αναζητηθούν τρόποι άρσης του αδιεξόδου στις ευρωνατοϊκές σχέσεις. Η υψηλόβαθμη Ομάδα Δράσης για τη συνεργασία Ε.Ε. - ΝΑΤΟ, την οποία συμφώνησαν ο Μαρκ Ρούτε και η πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, αποτελεί τον κεντρικό δίαυλο επαφών. Ενδεικτική της επιθυμίας του νέου γενικού γραμματέα της Συμμαχίας να παρακαμφθεί το σημερινό αδιέξοδο ήταν η κίνησή του να αποδεσμεύσει τα αδιαβάθμητα (αλλά και διαβαθμισμένα) πρότυπα ΝΑΤΟ σε επίπεδο πληροφοριών προς θεσμούς της Ε.Ε. Κρίσιμο ρόλο σε αυτές τις επαφές παίζει και το Βερολίνο, που παραδοσιακά διάκειται ιδιαίτερα ευνοϊκά στις τουρκικές θέσεις. Ο ρόλος του Λονδίνου δεν πρέπει να υποτιμηθεί σε αυτό το σημείο. Η διαφαινόμενη πώληση 40 μαχητικών αεροσκαφών Eurofighter στην Τουρκία αποτελεί ιδέα βρετανικής και όχι γαλλικής προελεύσεως όπως εκτιμούν κύκλοι των Αθηνών, ενώ ήταν το Λονδίνο που προσκάλεσε την Τουρκία στη συνάντηση για το Ουκρανικό στις αρχές Μαρτίου. Αυτή, ιδιαίτερα, η κίνηση αναπτέρωσε πολύ την τουρκική αισιοδοξία.
Στο παρασκήνιο κυκλοφορούν ιδέες όπως η άρση των δικλείδων για κατ’ εξαίρεση συμμετοχή της Τουρκίας στο πρόγραμμα «στρατιωτικής κινητικότητας» της Μόνιμης Διαρθρωμένης Συνεργασίας (PESCO) ή η πρόσβαση της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας στα κονδύλια της ευρωπαϊκής άμυνας. Οι πρόσφατες συμπράξεις τουρκικών αμυντικών βιομηχανιών με ιταλικές εταιρείες (ιδιαίτερα αυτή της Baykar με τον ιταλικό κολοσσό Leonardo στον τομέα των drones) διευκολύνουν αυτά τα σχέδια. Το ερώτημα όμως παραμένει, πόσο εύκολα μπορούν να παραβλεφθούν ζητήματα όπως η συνεχιζόμενη άτεγκτη στάση της Άγκυρα σε θέματα όπως η πόντιση του καλωδίου μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας Ισραήλ - Κύπρου - Ελλάδος (το οποίο έχει λάβει και κοινοτική χρηματοδότηση) και η μη υπογραφή Συμφωνίας Ασφαλείας Ε.Ε. - Τουρκίας (που θα σήμαινε αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας). Με τη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στη Χάγη να αχνοφαίνεται ήδη στον ορίζοντα, αλλά και τις εξελίξεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο να τρέχουν, η Αθήνα και η Λευκωσία καλούνται, ενόψει και της πενταμερούς διάσκεψης για το Κυπριακό στη Γενεύη, να λάβουν δύσκολες, πλην αναγκαίες, αποφάσεις.
Ο Άγγελος Αλ. Αθανασόπουλος είναι διευθυντής Εθνικού και Περιφερειακού Τύπου στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (ΕΛΚ). Οι απόψεις που εκφράζονται με το άρθρο αυτό είναι προσωπικές.