Του Παναγιώτη Ρουγκάλα
Κυριακή 18 Αυγούστου. «Κατακαλόκαιρο» που θα έλεγε και η γιαγιά μου. Προσγειώνεσαι με το αεροπλάνο σε μία χώρα, περίπου στις 11:30 τη νύχτα. Η χώρα ευρωπαϊκή, οργανωμένη, το νούμερο ένα προϊόν της είναι ο τουρισμός. Εκτιμάς πως θα είναι υποδειγματική η εμπειρία σου στο αεροδρόμιο στο peak της τουριστικής περιόδου. Αμ δε. Προσγειώνεσαι στην Κύπρο. Μπαίνεις στην αίθουσα για τον έλεγχο των διαβατηρίων / ταυτοτήτων. Αντικρίζεις ουρές που ούτε σε πανηγύρι της Ικαρίας δεν συναντάς. Δεν γνωρίζω από τέτοιες καταμετρήσεις προσώπων, ωστόσο πρέπει να είχαν προσγειωθεί μεταξύ 5 - 10 πτήσεων ταυτοχρόνως. Οι αστυνομικοί που ήλεγχαν τα διαβατήρια, βία να ήταν τέσσερις, θαρρώ πως ήταν τρεις. Απορημένοι τουρίστες κοιτάζονταν με αμηχανία μεταξύ τους, δεν ήξεραν τι να πουν γι’ αυτό που βίωναν. Ένα χάος, μία ουρά που θα ζήλευε ένα 15χρονο που κρατούσε το 2000 το διασημότερο κινητό τηλέφωνο της τότε εποχής και έπαιζε το γνωστό σε όλους μας «φιδάκι».
Οι μηχανές αυτόματης αναγνώρισης ταυτοτήτων / διαβατηρίων προφανώς δεν λειτουργούσαν όλες, πιθανολογώ πως λειτουργούσαν δύο στις τρεις, άντε τρεις στις τέσσερις για να μη φανώ «κακός». Αποτέλεσμα αυτού; Έλεγχος διαβατηρίων που διήρκησε 40 ολόκληρα λεπτά. Δεν είναι η πρώτη φορά, δεν θα είναι και η τελευταία. Σαφώς. Όμως η πρώτη εικόνα που αντικρίζεις όταν πατάς το πόδι σου σε μία χώρα σίγουρα δεν θα πρέπει να είναι η συγκεκριμένη. Θεωρώ πως το τουριστικό προϊόν της Κύπρου είναι γερασμένο και ενώ υπήρχε η ευκαιρία να το αλλάξει, η χώρα άφησε να φύγει μέσα από τα χέρια της κάθε ευκαιρία. Εξίσου όμως γερασμένες από ό,τι φαίνεται είναι και οι διαδικασίες που συνοδεύουν το τουριστικό της προϊόν, καθώς είναι πολύ εύκολο για ένα αεροδρόμιο να παρέχει ενημέρωση προς όλους τους ενδιαφερόμενους για το πόσες πτήσεις φτάνουν στην Κύπρο ανά πάσα στιγμή και να υπάρχει ένας αλγόριθμος που να υπολογίζει ότι θα έχει μεγάλη κίνηση σε συγκεκριμένες ώρες. Δεν είναι δύσκολο, οι αυτοματισμοί υπάρχουν, παρόλο που όπως αποδεικνύεται με τις μηχανές αυτόματης αναγνώρισης διαβατηρίων μπορεί να μη λειτουργούν σε πλήρη έκταση.
Η Κύπρος είχε την ευκαιρία της να πατήσει ένα «ριστάρτ» στο τουριστικό της προϊόν. Τον καιρό του κορωνοϊού, όταν τα καλοκαίρια του 2020 και του 2021 ήταν «μουδιασμένα». Οι διαδικασίες ελέγχου των διαβατηρίων και το «σαραντάλεπτο περίμενε» η αλήθεια είναι ότι είναι η κορυφή του παγόβουνου σε σχέση με όλη την τουριστική εικόνα της χώρας. Θα μπορούσαμε αυτή τη στιγμή να γράφουμε για το πώς η Κύπρος μετέτρεψε το πρόβλημα σε ευκαιρία για αναβάθμιση, πως έστρεψε την τουριστική της στόχευση σε ποιοτικότερους τουρίστες, για το πώς κατάφερε να σερβίρει κυπριακό φρέσκο ποιοτικό φαγητό στον επισκέπτη και για το πώς κατάφερε με την αναβάθμιση του τουριστικού της προϊόντος να αποκτήσει χαρακτήρα και να μην αναζητεί ο Κύπριος με την πρώτη ευκαιρία άλλους τουριστικούς προορισμούς που δίνουν όλα τα παραπάνω.
Θαρρώ πως η «λέξη κλειδί» στα όλα προβλήματα είναι η έλλειψη χαρακτήρα, κάτι που χτίζεται δύσκολα μεν, αλλά αν χτιστεί θα κρατήσει ζωντανό ένα τουριστικό προϊόν που θα έχει να δώσει στον επισκέπτη της χώρας μία διαφοροποιημένη εμπειρία από το «στεγνό» δίδυμο «ήλιος-θάλασσα».
Για κορεσμό του τουριστικού προϊόντος της Κύπρου είχε μιλήσει σε συνέντευξή της στην «Κ» εντός Αυγούστου και η γενική διευθύντρια του ΣΤΕΚ, Χρυσαίμιλη Ψηλογένη, σημειώνοντας ότι αναλύοντας τα διαχρονικά έσοδα των τελευταίων δεκαετιών, καταδεικνύονται απώλειες δισεκατομμυρίων. Ο προβληματισμός της συνοψιζόταν, όπως είπε η ίδια, στα μεγάλα προβλήματα του τομέα, όπως ποιότητα, εποχικότητα και εξάρτηση από συγκεκριμένες αγορές, παραμένοντας τα ίδια εδώ και πολλά χρόνια.