Του Παναγιώτη Ρουγκάλα
Τη χρηματοδότηση της ανέγερσης 703 φοιτητικών εστιών του ΤΕΠΑΚ στη Λεμεσό και την Πάφο μέσω δανείου της Κύπρου και της ΕΤΕπ 108 εκατ. ευρώ ενέκρινε η Κυβέρνηση Χριστοδουλίδη. Το δάνειο προβλέπει περίοδο χάριτος 5 ετών και περίοδο αποπληρωμής 25 ετών, ενώ το κράτος θα καταβάλλει άλλα 53 εκατ. ευρώ για τα συγκεκριμένα έργα.
Πολύ καλά νέα. Το ζήτημα ωστόσο είναι σε τι τιμή θα υπενοικιάζονται στους φοιτητές οι συγκεκριμένες Εστίες και ποια θα είναι τα κριτήρια για να δικαιούται την Εστία ο κάθε φοιτητής.
Κάθε αρχή και δύσκολη. Έτσι λένε. Το μακρινό 2007 όταν πρωτοξεκίνησε το ΤΕΠΑΚ στη Λεμεσό, οι Εστίες που είχε στη διάθεσή του το Πανεπιστήμιο ήταν «μετρημένες στα δάκτυλα». Δεν γνωρίζω για Πάφο τι γίνεται «στο σήμερα» αφού τότε δεν υπήρχε δραστηριότητα του ΤΕΠΑΚ στην Πάφο, γνωρίζω όμως καλά από Λεμεσό. Από το 2007 ως φοιτητές, ακόμα και πριν την κρίση του 2013 ήταν ευκόλως αντιληπτό το πρόβλημα με τη στέγαση στη Λεμεσό. Και σε επίπεδο διαθεσιμότητας διαμερισμάτων – οικιών, αλλά και σε επίπεδο τιμών. Θυμάμαι το μακρινό 2007 ούτε οι ίδιοι οι πολίτες που κατοικούσαν στην πόλη δεν γνώριζαν ότι είχε πρωτοανοίξει το ΤΕΠΑΚ, το δεύτερο Δημόσιο Πανεπιστήμιο της Κύπρου, στη Λεμεσό. Οι υποδομές για εστίες, μικρά σπίτια, διαμερίσματα και ότι μπορεί να «βολεύει» έναν φοιτητή ήταν ανύπαρκτα και έτσι η μόνη λύση ήταν να συγκατοικήσεις με ένα φοιτητή για να μοιράζεσαι τα 500 – 800 ευρώ του ενοικίου που «έπαιζε» εκείνη την εποχή για το λεγόμενο «δυάρι». Αλλιώς «έπαιζαν» μονάρια ή στούντιο με 350 - 500 ευρώ. Αν έβρισκες φυσικά. Την εποχή μετά το 2013, έως και το 2016 είχαν «ηρεμήσει» λίγο οι τιμές, αλλά μετά ανέβηκαν απότομα και κατακόρυφα που είναι πολυπαραγοντικό το πρόβλημα και δεν χωράει να εξηγηθεί σε αυτό το κείμενο.
Κάθε χρόνο από το 2007 έως και το 2011 που το «έβλεπα με τα μάτια μου», το πανεπιστήμιο δημιουργούσε ολοένα και περισσότερες Εστίες. Εκείνο που «έβλεπα με τα μάτια μου» είναι όμως ότι σε καμία περίπτωση όμως δεν μπορούσαν να καλύψουν τον όγκο των εισερχομένων φοιτητών. Σε μερικές περιπτώσεις έκανε συμφωνίες το Πανεπιστήμιο με ιδιώτες και ακολούθως υπενοικιάζονταν, σε άλλες περιπτώσεις τα κτήρια ήταν αγορασμένα ή και κτισμένα από το ίδιο το Πανεπιστήμιο. Οι τιμές που έδινε ένας φοιτητής το Σεπτέμβρη του 2007 –το θυμάμαι ως σήμερα για το τελευταίο εξάμηνο που υπήρχε η λίρα στο νησί- ήταν περίπου 100 λίρες. Δηλαδή κάτι πάνω από 170 ευρώ. Μέχρι το 2011 που γνωρίζω από πρώτο χέρι, πάνω από 200 - 220 ευρώ δεν έδινε ο φοιτητής για να διαμένει στις Εστίες σε μηνιαία βάση, μαζί με τους λογαριασμούς του ρεύματος – νερού και ίντερνετ.
Το μεγάλο ερώτημα πλέον είναι σε τι τιμή θα ενοικιάζονται οι Εστίες στους φοιτητές, σε μια εποχή που η ακρίβεια είναι υπαρκτή. Ο πληθωρισμός μπορεί να βρίσκεται σε λογικά πλαίσια (2,2% σήμερα), αλλά η ακρίβεια παραμένει και δεν θα υποχωρήσει όσο και να νομίζουμε ότι θα υποχωρήσει. Ας ελπίσουμε οι τιμές που θα ενοικιάζονται οι Εστίες να είναι χαμηλές, ώστε να μπορούν οι φοιτητές να ζουν αξιοπρεπώς και να μην ακολουθούν τις τιμές του real estate στη Λεμεσό που είναι εκτός πραγματικότητας κυπριακών μισθών (εκτός αν εξαιρέσουμε τους μέσους μισθούς των εταιρειών ICT).
Άλλος ένας αστερίσκος σε όλα τα παραπάνω. Αρκετοί φοιτητές –τουλάχιστον στην περίοδο 2007 – 2011, κατά την κρίση μου πάντα, που δεν είμαι ούτε εφοριακός, ούτε κάποιας υπηρεσίας ελέγχου, «έκανε μπαμ» ότι δεν χρειάζονταν Εστίες. Με ποια κριτήρια κατοικούσαν σε αυτές δεν το γνωρίζω, ούτε είναι «δουλειά μου», αλλά οφείλω να πω πως πιθανώς να χρειάζεται αυστηροποίηση κριτηρίων για το ποιος δικαιούται και ποιος όχι. Υπήρχαν φοιτητές που θα μπορούσαν να έχουν Εστίες, τις χρειάζονταν λόγω οικονομικού στάτους της οικογενείας, αλλά δεν υπήρχαν διαθέσιμες διότι είχαν ήδη δοθεί σε φοιτητές που τις είχαν πάρει φοιτητές που πρακτικά δεν τις χρειάζονταν.
«Food for thought» που λένε και οι Αμερικάνοι.