Του Παναγιώτη Καπαρή
«Σώπασε κυρά Δέσποινα και μη πολυδακρύζεις, πάλι με χρόνους, με καιρούς, πάλι δικά μας θα ’ναι…» Παράδοξο μυστήριο, ο συγκλονιστικός δημοτικός στίχος και η αναστροφή των ρόλων. Οι απελπισμένοι Ρωμιοί της Κωνσταντινούπολης, λόγω της Άλωσης, το 1453, παρουσιάζονται από τον άγνωστο ποιητή να δίδουν θάρρος στην Κυρά Δέσποινα, την Παναγιά. Το παράδοξο και υπερφυσικό, του στίχου και των γεγονότων, αναδεικνύει την δύναμη του θαύματος, η οποία κρατεί ακόμη ζωντανούς όλους τους Ορθόδοξους, αλλά και όλους τους Έλληνες, μετά την Άλωση της Πόλης και τις τόσες καταστροφές, οι οποίες ακολούθησαν, τους επόμενους αιώνες. Αυτός ο συγκλονιστικός στίχος επαναλαμβάνεται και σήμερα, ίσως με διαφορετικά λόγια, για τη σκλαβωμένη «βασιλεύουσα», τη θαλασσοφίλητη Αμμόχωστο, την πόλη με τις 365 εκκλησίες, την πολυπολιτισμική πόλη, η οποία αναδύει αρώματα και αποχρώσεις διαφόρων εθνικών και θρησκευτικών παραδόσεων. Δύο Βαρωσιώτες, δύο καθηγητές βυζαντινολόγοι, ο Χριστόδουλος Χατζηχριστοδούλου και ο Ανδρέας Φούλιας, με παιδικές αναμνήσεις από τη σκλαβωμένη πόλη, κατέγραψαν με μεγάλο κόπο και μόχθο, για πρώτη φορά με επιστημονικό τρόπο, τα θρησκευτικά μνημεία της νέας πόλης της Αμμοχώστου, δηλαδή του Βαρωσιού.
Έγινε μια συστηματική καταγραφή, αποτύπωση, φωτογράφιση και τεκμηρίωση, των ναών, των ιερών σκευών και των εικόνων. Η αγωνία των συγγραφέων είναι μεγάλη –όπως σημειώνουν στον ογκωδέστατο τόμο. «Το καλοκαίρι του 1974, γίναμε πρόσφυγες σε μία άλλη πόλη, σε ένα ξένο περιβάλλον, εγκαταλείποντας βωμούς και εστίες. Οι μέρες περνούσαν με την έντονη ελπίδα, σχεδόν βεβαιότητα, ότι σε λίγο θα επιστρέφαμε πίσω στα σπίτια μας. Όταν όμως οι μέρες έγιναν μήνες και οι μήνες χρόνια, όταν χάσαμε πρώτα τους παππούδες μας και μετά έναν-έναν τους γονείς μας, και όταν ξαφνικά εμείς, που φύγαμε αμούστακα παιδιά, γίναμε μεσήλικες, συνειδητοποιήσαμε ότι ήδη απωλέσαμε πολλά, αναμένοντας την πολυπόθητη επιστροφή που δεν ερχόταν».
Μετά την εισβολή, εκκλησιαστικοί θησαυροί της κατεχόμενης Κύπρου διασκορπίστηκαν σε γκαλερί και σε οίκους δημοπρασιών σε όλο τον κόσμο, με πρωταγωνιστές τούς μεγαλύτερους αρχαιοκάπηλους του κόσμου. Η διεκδίκηση και η επιστροφή των θησαυρών παραμένει ένα εξαιρετικά δύσκολο, χρονοβόρο και πανάκριβο εγχείρημα, αφού εμπλέκονται δικηγόροι, δικαστές και «παμπόνηροι» έμποροι. Η μεγαλύτερη ίσως δυσκολία βρίσκεται στην απόδειξη ότι οι εικόνες και οι άλλοι θησαυροί προέρχονται από την Κύπρο. Δεν υπάρχουν πάντα επιστημονικές μαρτυρίες και τεκμηριωμένα. Πιο απλά, μια αρχαία εικόνα σύμφωνα μαρτυρίες προσφύγων, προέρχεται από ένα κατεχόμενο χωριό. Ωστόσο δεν υπάρχουν φωτογραφίες ή άλλα τεκμήρια τα οποία να επιβεβαιώνουν τη μαρτυρία των προσφύγων. Τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο δύσκολα όταν πεθάνουν οι πρόσφυγες. Το έργο του Χριστόδουλου Χατζηχριστοδούλου και του Ανδρέα Φούλια αποτελεί μια ισχυρή επιστημονική βάση, για τις επόμενες γενιές, οι οποίες ενδεχομένως να μπορέσουν να διεκδικήσουν θρησκευτικούς θησαυρούς, οι οποίοι σήμερα είναι «εξαφανισμένοι» σε χρηματοκιβώτια και σε άλλες ιδιωτικές συλλογές. Οι συγγραφείς επισημαίνουν ότι: «η πρωτοτυπία του βιβλίου έγκειται στο ότι δεν αποτελεί ένα ρομαντικό αφήγημα με συναισθηματικές εξάρσεις, αλλά ένα επιστημονικό έργο, με νέο, αδημοσίευτο υλικό, τεκμηριωμένες πληροφορίες και συστηματικό τρόπο παρουσίασης.
Για πρώτη φορά κυκλοφορεί βιβλίο για όλα τα θρησκευτικά μνημεία της νέας πόλης της Αμμοχώστου και για πρώτη φορά βλέπουμε όλες τις εκκλησίες και εξωτερικά και εσωτερικά, μάλιστα, σε ποια κατάσταση βρίσκονται σήμερα». Στον καλαίσθητο τόμο, καταγράφονται 19 ορθόδοξα μνημεία, 6 ετερόδοξα (λατινικά, μαρωνιτικά, αγγλικανικά) και δύο μουσουλμανικά τεμένη. Αναφορά γίνεται και στα κοιμητήρια της πόλης. Η έρευνα άρχισε πριν από πολλά χρόνια, δεδομένου ότι συνεχώς προέκυπταν νέες πληροφορίες, νέα δεδομένα, αλλά και ανατροπές, όπως σημειώνουν οι συγγραφείς, οι οποίες άλλαζαν τον σχεδιασμό και τη συγγραφή. Συγκινητική είναι η αναφορά ότι: «στη διαδρομή για το γράψιμο του βιβλίου αυτού, χάσαμε πολλούς φίλους, συνεργάτες, αλλά και δικούς μας ανθρώπους. Κάθε σελίδα και κάθε εικόνα είναι σμιλεμένη και συνυφασμένη με πολλά γεγονότα, που είτε αφορούσαν τη συγγραφή του βιβλίου, είτε όχι. Αυτό όμως το οποίο περισσότερο νιώθουμε, είναι ότι αναλώσαμε ένα μεγάλο κομμάτι από την ψυχή και την καρδιά μας, μέσα από την αγωνία μας να φτάσουμε στο τέρμα, επειδή ο χρόνος έτρεχε και οι αρνητικές πολιτικές εξελίξεις δυστυχώς συνεχίζονταν και επιδεινώνονταν».
Αξίζει να σημειωθεί ότι κινητήρια δύναμη για τους συγγραφείς αποτέλεσε η Ιερά Μητρόπολις Κωνσταντίας και Αμμοχώστου, η Πολιτιστική Ακαδημία «Άγιος Επιφάνιος», η Γενική Γραμματεία Θρησκευμάτων του Υπουργείου Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού της Ελλάδος και η Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών Βόλου. Στη συγγραφή του έργου συνέβαλαν και δεκάδες άλλοι επιστήμονες. Ευχή όλων η επανέκδοση του τόμου να γίνει όταν απελευθερωθεί η θαλασσοφίλητη Αμμόχωστος, η «βασιλεύουσα».