Κύριο Άρθρο
Η απότομη και εντελώς μη αναμενόμενη άνοδος των επιτοκίων έχει προκαλέσει μεμονωμένες κρίσεις σε διαφορετικές περιοχές του πλανήτη. Οι κεντρικές τράπεζες είναι σήμερα αντιμέτωπες με τη δυσάρεστη πραγματικότητα να πρέπει να συνεχίσουν την άνοδο των επιτοκίων λόγω της κατάστασης στον πληθωρισμό, ρισκάροντας και άλλες χρηματοοικονομικές κρίσεις. Ακόμη και αν δεν προχωρήσουν σε περαιτέρω αυξήσεις, σίγουρα δεν θα μπορέσουν να εφαρμόσουν μια πιο χαλαρή νομισματική πολιτική αφού τότε θα κινδυνεύσει η προσπάθεια του τελευταίου χρόνου να πάει στράφι, χωρίς αποτέλεσμα στο μέτωπο του πληθωρισμού.
Η άνοδος των επιτοκίων βρήκε τους συμμετέχοντες στην αγορά εντελώς απροετοίμαστους. Είναι ενδεικτικό ότι τον Δεκέμβριο του 2021, μερικές δηλαδή εβδομάδες πριν την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, οι οικονομολόγοι εκτιμούσαν ότι τα επιτόκια θα παραμείνουν σε αρνητικό έδαφος μέχρι το τέλος του 2024. Παρόμοιες απαντήσεις είχαμε και τον Δεκέμβριο του 2019, λίγους μήνες πριν την κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, την κήρυξη της πανδημία και την εφαρμογή των lockdowns.
Τα αυξημένα επιτόκια στάθηκαν η αφορμή να αναδειχθούν παθογένειες του χρηματοοικονομικού συστήματος σε κάποιες χώρες και να ξυπνήσουν τα ένστικτα αυξημένης εποπτείας σε άλλες. Η αβεβαιότητα σε σχέση με την εξέλιξη του πολέμου στην Ουκρανία σε συνδυασμό με την περιοριστική νομισματική πολιτική που εφαρμόζουν οι κεντρικές τράπεζες δημιουργούν ένα περιβάλλον χαμηλών προσδοκιών. Η ανησυχία εντείνεται όταν ληφθεί υπόψη πως ιστορικά η απότομη άνοδος των επιτοκίων δημιουργεί κρίσεις.
Η βελτιωμένη κερδοφορία των τραπεζών σε συνδυασμό με τις ανατιμήσεις των μετοχών τους μαρτυρεί ότι για τους επενδυτές η αύξηση των επιτοκίων είναι μια θετική εξέλιξη. Αυτό συμβαίνει γιατί υπάρχει μια εκ των πραγμάτων καθυστέρηση μετακύλησης του οφέλους προς τους κατέθετες. Όταν, δε, η καταθετική βάση είναι πολύ μεγαλύτερη των δανείων –η περίπτωση της Κύπρου – το όφελος τότε είναι πολλαπλάσιο. Όμως σταδιακά θα παρατηρηθεί το φαινόμενο οι καταθέτες να τείνουν να κινούνται προς τις προθεσμιακές καταθέσεις που έχουν καλύτερες αποδόσεις και οι οποίες ήδη έχουν αρχίσει να προσφέρονται από τις εμπορικές τράπεζες.
Μελέτες έχουν αποδείξει ότι οι αυξήσεις των επιτοκίων προκαλούν στις τράπεζες βραχυπρόθεσμα σημαντικά οφέλη που με την πάροδο του χρόνου τείνουν να ελαττώνονται. Η περίπτωση της Κύπρου επιτρέπει ευνοϊκές συνθήκες για διαχείριση του επιτοκιακού κινδύνου στις τράπεζές, αφού τα πολλά στεγαστικά δάνεια που παραχωρούνται και έχουν παραδοσιακά μεγάλη διάρκεια χρεώνονται με κυμαινόμενα επιτόκια.
Στο μακροοικονομικό επίπεδο η προσοχή πρέπει να στραφεί στις ενδείξεις που έγκαιρα θα μας προειδοποιήσουν για πιθανές αλλαγές στην αναπτυξιακή δυναμική ως αποτέλεσμα των επιτοκίων και πληθωρισμού, έτσι ώστε να αναπροσαρμοστεί σε ρεαλιστικά επίπεδα το επίπεδο κινδύνου στην οικονομία. Παράλληλα, οι αξίες των περιουσιακών στοιχείων θα πρέπει να τυγχάνουν στενής παρακολούθησης καθώς επηρεάζουν τις αξίες στους τραπεζικούς ισολογισμούς.
Η παρούσα αβέβαιη οικονομική συγκυρία αναγκάζει τις τράπεζες να είναι προσεκτικές στη διαφύλαξη των άνετων κεφαλαιακών περιθωρίων που κτίστηκαν τα προηγούμενα χρόνια και σήμερα προσφέρονται για να απορροφήσουν μελλοντικούς κραδασμούς. Αν και πλήρως κατανοητή η διάθεση ανταμοιβής των μετόχων και του προσωπικού μετά από πολλά χρόνια, είναι επιτακτική η ανάγκη αυτές οι πληρωμές να περιοριστούν στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό. Σε περιόδους ψηλών επιτοκίων η ανάληψη κινδύνων θα πρέπει να είναι επιλεκτική, κάτι που δεν συμβαίνει όταν τα επιτόκια είναι χαμηλά οπότε και η αύξηση του ορίου ανοχής αποτελεί ελκυστική επιλογή.