Κύριο Άρθρο
Aν και πολύ λίγο απασχολεί τον Τύπο, oι οικονομίες της Ευρώπης βρίσκονται σε διαδικασία μετάβασης προκειμένου να επιτύχουν την κλιματική ουδετερότητα και βιωσιμότητά τους. Αυτή η διαδικασία θα απαιτήσει χρηματοδότηση και θα εμπλέξει ένα μεγάλο αριθμό φορέων που θα πρέπει να συντονιστούν προκειμένου να φέρουν σε πέρας το δύσκολο έργο. Κρίσιμος παράγοντας επιτυχίας αυτής της προσπάθειας είναι η ύπαρξη ενός λεπτομερούς, αξιόπιστου και ρεαλιστικού μακροπρόθεσμου πλάνου που θα περιγράφει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Μόνο τότε θα μπορεί να οικοδομηθεί η αντίληψη και η βεβαιότητα ότι οι δραστηριότητες που χρηματοδοτούνται συνεισφέρουν με ουσιαστικό τρόπο τον επιδιωκόμενο στόχο.
Σε αυτή την φάση η κατάσταση κρίνεται ως απογοητευτική καθώς σε ευρωπαϊκό επίπεδο δεν έχει ακόμη γίνει κατορθωτό να συμφωνηθεί ένα σχέδιο δράσης. Προς το παρόν υπάρχουν διάφορες προσεγγίσεις στο ζήτημα, τις οποίες ο ΟΟΣΑ κωδικοποιεί σε μια προσπάθεια να συμβάλει εποικοδομητικά στη συζήτηση. Σύμφωνα με την αποτύπωση του ΟΟΣΑ η χρηματοδότηση της μετάβασης θα πρέπει να επικεντρωθεί σε δραστηριότητες και φορείς που έχουν αρνητικό περιβαλλοντικό αποτύπωμα, δεν έχουν διαθέσιμες «καθαρότερες» εναλλακτικές και είναι σημαντικοί για την μελλοντική ανάπτυξη της κοινωνίας και της οικονομίας.
Ο πιο πάνω ορισμός, εκτός του ότι έχει ως στόχο να θέσει το πλαίσιο των μελλοντικών ενεργειών, επιδιώκει να διαχωρίσει την χρηματοδότηση της μετάβασης από την πράσινη χρηματοδότηση που επικεντρώνεται σε βιώσιμες και φιλικές προς το περιβάλλον δραστηριότητες. Η επισήμανση γίνεται για να αναδειχθεί και να τονιστεί ότι οι δύο δραστηριότητες είναι εντελώς διαφορετικές, αν και πολύ σημαντικές. Να υπενθυμίσουμε ότι μέχρι το 2030 η Ε.Ε. στοχεύει στη μείωση κατά 55% των ρύπων, ενώ μέχρι το 2050 επιδιώκει να πετύχει την κλιματική ουδετερότητα.
Αν και σε παγκόσμιο επίπεδο η κατάσταση δεν εκπέμπει αισιοδοξία, η Ε.Ε. έχει ήδη προκαθορίσει την πορεία της με νόμους προκειμένου να ενισχύσει τις επιδιώξεις της και κυρίως να μην επιτρέψει πισωγυρίσματα. Προκύπτει όμως ένα σημαντικό χρηματοδοτικό κενό που η ύπαρξη του και μόνο προσφέρει επιχειρήματα στους επιφυλακτικούς να εκφράζουν την άποψη ότι οι στόχοι που έχουν τεθεί είναι μη ρεαλιστικοί. Γίνεται λοιπόν ξεκάθαρο ότι για να πετύχουμε τη μετάβαση δεν μπορεί η ευθύνη να αφεθεί αποκλειστικά στους ώμους του δημόσιου τομέα. Ο ιδιωτικός τομέας πρέπει να εμπλακεί, και για να το πράξει θα πρέπει να του δοθούν κίνητρα πρώτον, για να ασχοληθεί και δεύτερον, για να επιδιώξει συνέργειες με τον δημόσιο τομέα. Οι ευκαιρίες για τη δημιουργία θετικής δυναμικής μέσα από αυτή την μετάβαση είναι καλά γνωστές. Όσες χώρες θα καταφέρουν να πρωταγωνιστήσουν θα έχουν καλύτερες ευκαιρίες για να καινοτομήσουν και να «κτίσουν» την ανθεκτικότητά των οικονομίων τους. Νέες αγορές, προϊόντα και ευκαιρίες θα ανοιχθούν για όσους θα πιστέψουν στη μετάβαση και θα εργαστούν για να την υλοποιήσουν. Η Κύπρος διανύει την καλοκαιρινή περίοδο με πολύ θετικούς ρυθμούς, καταγράφοντας εντυπωσιακή τουριστική επίδοση. Ο συγκεκριμένος κλάδος εκτός από σημαντικός για τη κυπριακή οικονομία είναι και ιδιαίτερα ευάλωτος στα περιβαλλοντικά ζητήματα, και ως τέτοιος θα πρέπει να προστατευθεί. Ήδη πολλές αναπτύξεις με αμφίβολο περιβαλλοντικό αποτύπωμα έχουν υλοποιηθεί ή σχεδιαστεί και βρίσκονται σε πορεία υλοποίησης. Παρόλες τις αστοχίες, υπάρχει χρόνος για τους φορείς του τουρισμού να σχεδιάσουν την επόμενη μέρα και να διασφαλίσουν την ανθεκτικότητα και βιωσιμότητα του πολύ σημαντικού αυτού κλάδου. Πέραν από διάθεση όμως για συνεργασία, θα απαιτηθεί και όραμα.