Κύριο Άρθρο
Το 2022 υπήρξε μια εξαιρετική χρονιά για τον τραπεζικό τομέα καταγράφοντας κέρδη και μοιράζοντας αισιοδοξία για καλύτερες μέρες στους επενδυτές. Η βελτίωση υπήρξε το αποτέλεσμα των προσπαθειών για εκκαθάριση του ισολογισμού από τα κόκκινα δάνεια, μιας διαδικασίας που κράτησε για μια εφταετία και καρποφόρησε το 2022 με μονοψήφιους δείκτες μη εξυπηρετούμενων χορηγήσεων. Την ίδια περίοδο, η προσπάθεια υπήρξε έντονη και στην κατεύθυνση των εξόδων, κυρίως στο κόστος προσωπικού και του δικτύου των καταστημάτων, δύο μεγέθη που έτυχαν μεγάλης συρρίκνωσης στα προηγούμενα χρόνια. Στην πολύ θετική εικόνα του 2022 σημαντικό ρόλο έπαιξαν και τα επιτόκια που μετά από μια δεκαετία «ξεκόλλησαν» από τα χαμηλά σηματοδοτώντας την νέα εποχή. Οι κινήσεις των κεντρικών τραπεζών στο δεύτερο μισό του 2022 υπήρξαν μόνο θετικές για τις τράπεζες, αφού βελτίωσαν τα έσοδα χωρίς να προκαλούν ανησυχία από πιθανές επισφάλειές λόγω αυξημένου κόστους στους δανειολήπτες. Έγιναν όλα τόσο γρήγορα που μόνο τα θετικά πρόλαβαν να αποτυπωθούν στο οικονομικό έτος που μας αποχαιρέτισε.
Οι κινήσεις των κεντρικών τραπεζών στο δεύτερο μισό του 2022 υπήρξαν μόνο θετικές για τις τράπεζες
Μέσα στο κλίμα ευφορίας που προκάλεσε το 2022 ακούστηκε για πρώτη φορά και η εξαγγελία για διανομή μερίσματος, μια πρακτική που κόντεψε να διαγραφεί από το λεξιλόγιο των επενδυτών αφού έχουν μεσολαβήσει πολλά χρόνια από την τελευταία φορά. Για το ενδεχόμενο το 2023 να αποτελέσει έτος αναστροφής της τάσης ρωτήθηκε ο επικεφαλής της τραπεζικής εποπτείας στην Φρανκφούρτη σε συνέντευξη που έδωσε στην «Καθημερινή». Ο κ. Ένρια σημείωσε ότι η προοπτική διανομής μερισμάτων αποτελεί μια εμπροσθοβαρή διαδικασία εκτίμησης των σεναρίων σε σχέση με την πορεία των κεφαλαίων των τραπεζών. Και συνέχισε, λέγοντας ότι οι τράπεζες θα πρέπει να εκτιμήσουν για τα επόμενα τρία χρόνια το ύψος των κεφαλαίων τους στην βάση ενός βασικού και ενός λιγότερο ευνοϊκού σεναρίου όπου σε κάθε περίπτωση το ύψος των επιτοκίων και ο ρυθμός ανάπτυξης στην οικονομία θα διαφοροποιούνται.
Τα αποτελέσματα αυτών των εκτιμήσεων μετά που θα έχουν αφαιρεθεί τα προς διανομή μερίσματα θα αξιολογηθούν σε σχέση με την διατηρησιμότητα των βασικών κεφαλαιακών δεικτών πάνω από τα εποπτικά όρια. Προφανώς και οι παραδοχές που στο τέλος θα υιοθετηθούν θα είναι αποτέλεσμα του εποπτικού διαλόγου κατά τον οποίο οι τράπεζες θα πρέπει να δικαιολογήσουν τις επιλογές τους. Η εποπτική αρχή για να δώσει την έγκρισή της και να προχωρήσει η διανομή μερίσματος θα πρέπει να ικανοποιηθεί ότι η ανθεκτικότητα της κάθε τράπεζας ξεχωριστά δεν θα τρωθεί συνεπεία αυτής της απόφασης.
Η συγκεκριμένη διαδικασία που σε κάποιο βαθμό «φέρνει» λίγο με τις ασκήσεις αντοχής ακραίων σεναρίων θα είναι μια πολύ πιο ήπια διαδικασία σε σχέση με τους ανά διετία ελέγχους που ασκεί η Φρανκφούρτη. Η διαφοροποίηση έγκειται στο γεγονός ότι σε αυτή την περίπτωση τα σενάρια θα έχουν επιλεγεί από τις ίδιες τις τράπεζες και δεν θα έχουν αποφασιστεί κεντρικά όπως συμβαίνει με τις πανευρωπαϊκές ασκήσεις εξομοίωσης ακραίων σεναρίων. Αυτό που έχει σημασία και θα πρέπει να τονιστεί είναι ότι η άδεια για διανομή μερίσματος θα δοθεί από τους επόπτες στην βάση διατηρήσιμων σεναρίων κερδοφορίας και όχι στην βάση κάποιων μη επαναλαμβανομένων καταστάσεων που ενδεχομένως να έχουν προκύψει στην πορεία του χρόνου. Με άλλα λόγια μόνο όταν διασφαλιστεί ένα επίπεδο ασφάλειας γύρω από τα κεφάλαια της τράπεζας θα ανάψει το πράσινο φως για ανταμοιβή των μετόχων.