Κύριο Άρθρο
Η τελευταία δεκαπενταετία υπήρξε περίοδος ανασυγκρότησης του τραπεζικού τομέα και συνέπεσε με την ίδρυση και λειτουργία του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού. Ενδεικτικό αυτής της πραγματικότητας υπήρξε και το αποτέλεσμα της τελευταίας άσκησης ακραίων σεναρίων, στο οποίο χρησιμοποιήθηκαν παράμετροι σε σχέση με τον πληθωρισμό, τα επιτόκια και τις τιμές των στοιχείων του ενεργητικού που είναι οι αυστηρότερες των τελευταίων ετών. Η αξιολόγηση του 2023 ανέδειξε έναν τραπεζικό τομέα επαρκώς θωρακισμένο για να ανταπεξέλθει μιας έντονης οικονομικής κρίσης. Επιπλέον, τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία επιβεβαιώνουν τους ψηλούς δείκτες κεφαλαίων, με τα πρωτοβάθμια κεφάλαια να βρίσκονται στο πολύ υγιές 15,6%.
Οσον αφορά στους δείκτες ρευστότητας, η εικόνα παραπέμπει σε κάποιου είδους προβληματισμό, καθώς οι μετρήσεις κατέδειξαν μείωση σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά, παρόλο που τα εποπτικά όρια ικανοποιούνται. Η μείωση έχει να κάνει με την αποπληρωμή έκτακτης ρευστότητας που αφορούσε στην ΕΚΤ, η οποία αποσύρθηκε σταδιακά στο πλαίσιο της περιοριστικής νομισματικής πολιτικής για καταπολέμηση του πληθωρισμού. Η περίπτωση των μειωμένων δεικτών ρευστότητας αναδεικνύεται και ως μέρος της νέας πολίτικης που έχει προκύψει μετά την κατάρρευση της Credit Suisse τον Μάρτιο του 2023 και απαιτεί περισσότερη σύνεση στα θέματα ρευστότητας αφού τα εποπτικά όρια δοκιμάστηκαν στην πράξη και απέτυχαν.
Η θετική εικόνα του τραπεζικού συστήματος σε καμία περίπτωση δεν προσφέρει πλήρη ανοσία σε μελλοντικές αναταράξεις. Αποτελεί όμως μια χρυσή ευκαιρία για περαιτέρω θωράκιση, κάνοντας χρήση της αυξημένης κερδοφορίας που προκλήθηκε λόγω των διευρυμένων επιτοκιακών περιθωρίων. Το νέο περιβάλλον επιβάλλει νέες εποπτικές απαιτήσεις που θα πρέπει να αποτυπωθούν στους ελέγχους. Οι μακροοικονομικοί και γεωπολιτικοί κίνδυνοι είναι αυξημένοι, την ίδια στιγμή που η τραπεζική αγορά βρίσκεται στο στάδιο της μετάβασης λόγω ανταγωνιστικών πιέσεων που προέρχονται από μη παραδοσιακούς παίκτες. Στο νέο πλαίσιο που διαμορφώνεται, οι επόπτες καλούνται να αναδείξουν νέα ζητήματα και να εγκαινιάσουν μια νέα σχέση με τους εποπτευομένους, αν θέλουν η προσπάθεια να στεφθεί με επιτυχία.
Η τριετία 2024-2026 αποτελεί διακριτή εποπτική περίοδο κατά την οποία θα επιχειρηθεί να ενισχυθούν οι δυνατότητες των τραπεζών να ανταποκρίνονται στις προκλήσεις του σήμερα. Οσο και αν ξενίζει, η έμφαση δίνεται για ακόμα μια φορά στους παραδοσιακούς κινδύνους όπως είναι ο κίνδυνος που σχετίζεται με τα επιτόκια και τα ακραία πιστωτικά γεγονότα. Οι ανησυχίες δημιουργούνται λόγω του ότι τα ψηλά επιτόκια δεν έχουν πλήρως ενσωματωθεί στην οικονομία, ενώ τα γεγονότα σχετικά με την πτώση της SVB στις ΗΠΑ ανέδειξαν το πρόβλημα της συσσώρευσης μη αναγνωρισμένων ζημιών στα χαρτοφυλάκια ομολόγων. Το τέλος του 2024 αποτελεί επίσης και το ορόσημο για όσες τράπεζες δεν έχουν καταφέρει ακόμα να συμμορφωθούν με τις απαιτήσεις σε σχέση με την κλιματική αλλαγή και τους κινδύνους που συνδέονται με το περιβάλλον.
Η ποιότητα του ενεργητικού συνιστά διαχρονική εστία κινδύνων και ως τέτοια βρίσκεται κάτω από στενή και συνεχή παρακολούθηση. Η μείωση του δείκτη μη εξυπηρετούμενων χορηγήσεων από το 2014 και μετά είναι εντυπωσιακή. Υπολογίζεται πως δέκα χρόνια μετά παραμένει στο σύστημα ένα 30% των δανείων που τότε χαρακτηρίστηκαν ως «κόκκινα». Η κατάσταση όμως δεν προσφέρεται για εφησυχασμό. Το 2022 ήταν η πρώτη χρονιά που καταγράφηκε επιβράδυνση της βελτίωσης, ενώ το 2023 είχαμε και την πρώτη αύξηση μετά από μια δεκαετία. Η συνεχής παρακολούθηση στον συγκεκριμένο ευαίσθητο τομέα θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη, αφού πιθανή αστοχία δυνατόν να γκρεμίσει όλα όσα με κόπο αποκτήθηκαν.