Κύριο Άρθρο
Η οικονομία πορεύεται –όταν δεν υπάρχει κρίση– στη βάση των προσδοκιών. Αυτό το γνωρίζουν καλά όσοι είναι επιφορτισμένοι με την άσκηση οικονομικής πολιτικής. Το γνωρίζουν πολύ καλύτερα και οι κεντρικές τράπεζες, που τα τελευταία χρόνια μονοπωλούν την άσκηση οικονομικής πολιτικής, νομισματικής για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι. Στην Ευρώπη, οι συνθήκες γύρω από την άσκηση οικονομικής πολιτικής είναι καταθλιπτικές. Η αποχώρηση της Μέρκελ από την καγκελαρία άφησε κενό, με αποτέλεσμα ο ρόλος της άσκησης οικονομικής πολιτικής να πέφτει αποκλειστικά στους ώμους της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Αυτό όμως είναι ένα διαφορετικό ζήτημα που χρήζει μεγάλης ανάλυσης και αγγίζει ευρύτερα πολιτικά θέματα σε σχέση με τις προοπτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Πίσω στις προσδοκίες όμως, που σε μεγάλο βαθμό επιβάλλουν το αφήγημα και εν τέλει τις εξελίξεις. Όλο αυτό το διάστημα και ενώ γνώριζαν ότι οι αυξήσεις των επιτοκίων χρειάζονται χρόνο για να επιδράσουν και παρατηρώντας τις τιμές να καλπάζουν, αξιωματούχοι της ΕΚΤ τοποθετούσαν τον στόχο στο 2% –ακόμα και όταν ο πληθωρισμός ήταν στο 10%– προκειμένου να στείλουν το μήνυμα ότι θα γίνει ό,τι απαιτηθεί. Αυτό γινόταν σε μια προσπάθεια να διαχειριστούν τις προσδοκίες, εξηγώντας ότι η άνοδος των επιτοκίων θα συνεχιστεί ανεξαρτήτως κόστους. Τότε ακριβώς ήταν που οι προσδοκίες προσγειώθηκαν στο αφήγημα της ύφεσης και των παρατεταμένα ψηλών επιτοκίων.
Σε μεγάλο βαθμό η επιτυχία της ΕΚΤ στον έλεγχο του πληθωρισμού έχει να κάνει και με τη σωστή διαχείριση των προσδοκιών. Σήμερα όμως, με τον πληθωρισμό στο 3% και τα επιτόκια στο 4% η «δουλειά» της ΕΚΤ γίνεται πολύ δυσκολότερη αφού κανένας δεν πιστεύει ότι υφίσταται κάποιος προφανής λόγος που θα πρέπει να καθυστερήσει την άμεση μείωση των επιτοκίων. Ως εκ τούτου, και παρόλες τις παραινέσεις από πλευράς ΕΚΤ ότι ακόμα τίποτα δεν έχει κερδηθεί και πως παραμένουν εστίες ανάφλεξης, οι αγορές έχουν δημιουργήσει το δικό τους αφήγημα. Σύμφωνα με το οποίο ο κίνδυνος της ύφεσης έχει ξεπεραστεί και θα έχουμε μια ήπια «προσγείωση» της οικονομίας καθώς το κόστος χρήματος θα υποχωρεί.
Σύμφωνα με τη «λογική» των αγορών μόλις ένα νέο αφήγημα εμπεδωθεί, ξεκινά μια άλλη διαδικασία που ονομάζεται προεξόφληση. Τα καλύτερα από τα αναμενόμενα αποτελέσματα σημαίνει περισσότερα επιχειρηματικά κέρδη, σημαίνει ψηλότερες αποτιμήσεις, και άρα θα πρέπει να ξεκινήσουν οι αγορές μετοχών. Αυτό εξηγεί και το ράλι των τελευταίων εβδομάδων στις παγκόσμιες αγορές.
Τα πράγματα όμως δεν είναι τόσο απλά και ξεκάθαρα αφού όντως υπάρχουν μελανά σημεία. Μεταξύ αυτών είναι οι γεωπολιτικές εντάσεις, η κλιματική κρίση και η χαμηλή παραγωγικότητα στις οικονομίες. Οι κίνδυνοι, αν και απόλυτα κατανοητοί, δεν θεωρούνται άμεσοι για να χαλάσουν το «πάρτι». Έτσι και αλλιώς η δυναμική που επικράτησε τα τελευταία χρόνια ήταν πάντα προς την κατεύθυνση κατάκτησης νέων κορυφών, ανεξαρτήτως προβλημάτων.
Για πρώτη φορά –μετά από σχεδόν δύο και βάλε χρόνια– οι κεντρικές τράπεζες δεν ελέγχουν το αφήγημα. Οι αγορές «κτίζουν» τις δικές τους προσδοκίες και έχουν τη δύναμη να τις επιβάλλουν. Το αν πράττουν σωστά θα φανεί στην πορεία του χρόνου. Την πολυτέλεια του χρόνου, όμως, δεν την έχουν οι κεντρικές τράπεζες που θα ήθελαν να αποφύγουν βεβιασμένες αποφάσεις. Σύντομα, κεντρικές τράπεζες και αγορές θα βρεθούν αντιμέτωπες σε ένα ιδιότυπο μπραντε-φερ επικράτησης του δικού τους αφηγήματος. Το αποτέλεσμα αυτής της σύγκρουσης θα το αναμένουμε με ενδιαφέρον αφού σχεδόν πάντα, έχει κάτι να μας διδάξει.