Κύριο Άρθρο
Η πανδημία, αν και δεν βρίσκεται πλέον στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων και των δελτίων ειδήσεων, παραμένει ένας επιβαρυντικός παράγοντας στην ανάπτυξη της οικονομίας. Η προσπάθεια του κλάδου των υπηρεσιών να ανακάμψει είναι προφανώς ενθαρρυντική αν και σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως είναι η Κύπρος, ο πόλεμος στην Ουκρανία συνιστά πισωγύρισμα. Στις άμεσες συνέπειες του πολέμου καταγράφεται και η άνοδος της τιμής της ενέργειας κατά 40% σε ετήσια βάση, η οποία πλέον επηρεάζει οριζόντια όλα τα προϊόντα και υπηρεσίες. Η κατάσταση με την ακρίβεια όπως έχει διαμορφωθεί προβληματίζει τους υπευθύνους χάραξης πολιτικής αναφορικά με το πώς θα μπορεί να αντιμετωπιστεί τώρα που βρίσκεται εντός των τειχών.
Η ΕΚΤ μέχρι στιγμής δεν έχει προχωρήσει σε αύξηση των επιτοκίων, όπως έπραξαν άλλες κεντρικές τράπεζες, θέλοντας να αξιοποιήσει τον χρόνο για την λήψη μιας καλά μελετημένης απόφασης. Τα βλέμματά πλέον είναι στραμμένα στην συνάντηση της 9ης Ιουνίου, ημέρα κατά την οποία εκτιμάται πως θα δοθεί το σύνθημα για την πρώτη αύξηση των επιτοκίων, εντός Ιουλίου, μετά από 11 χρόνια. Προς το παρόν οι αποφάσεις της νομισματικής αρχής αναμένονται ήπιες και ισορροπημένες, αφού στα βασικά σενάρια που εξετάζει η τράπεζα δεν υπάρχει το ακραίο φαινόμενο του στασιμοπληθωρισμού που θα επέβαλλε πιο δραστικές κινήσεις.
Αντίθετα με τις εκτιμήσεις αρκετών εξωτερικών παραγόντων η πρόεδρος της ΕΚΤ δεν προκρίνει οποιαδήποτε αύξηση στα επιτόκια πριν το τέλος τους τρίτου τριμήνου, περίοδος κατά την οποία αναμένεται να τερματιστεί το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων. Λέγοντας αυτό η κεντρική τράπεζα επιδιώκει να μην θέσει την αναπτυξιακή πορεία της Ευρωζώνης σε κίνδυνο μέσα από άστοχες αυξήσεις των επιτοκίων που πιθανόν να έχουν από λίγη έως καθόλου επίδραση στο επίπεδο των τιμών. Αν δε δεχθούμε αυτά που λέει η κα. Λαγκάρντ, η πρώτη άνοδος των επιτοκίων εφόσον τα δεδομένα παραμένουν ως έχουν σήμερα θα πρέπει να αναμένεται τον προσεχή Σεπτέμβριο.
Υπάρχουν όμως και οι εσωτερικοί κύκλοι στην ΕΚΤ που δημόσια θέτουν θέμα αξιοποίησης και των τριών επόμενων συναντήσεων (Ιούλιος, Σεπτέμβριος, Δεκέμβριος) για αύξηση των επιτοκίων, έτσι που μέσα από ισόποσες αυξήσεις του 0,25% τα επιτόκια των καταθέσεων να περάσουν σε θετικό έδαφος μέχρι το τέλος του έτους. Με αυτή την κλασσική συνταγή νομισματικής πολιτικής επιδιώκεται να συγκρατηθεί η ζήτηση προκαλώντας υποχώρηση στις τιμές. Η συγκεκριμένη σχολή σκέψης βρίσκει εκφραστές σε χώρες όπως είναι η Αυστρία, η Ολλανδία, η Φιλανδία και η Γερμανία. Υπάρχουν όμως και σοβαρές επιφυλάξεις από άλλες χώρες όσον αφορά στο κόστος δανεισμού με τον φόβο πως απότομες κινήσεις θα προκαλέσουν αναταράξεις στο οικοδόμημα της Ευρωζώνης.
Η εξέλιξη των πράγματων σε σχέση με τα επιτόκια του ευρώ θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό και το ισοζύγιο δυνάμεων εντός της πανίσχυρης ΕΚΤ, οι αποφάσεις της οποίας θα συνεχίσουν να επηρεάζουν τη ζωή και την καθημερινότητα εκατομμυρίων ευρωπαίων πολιτών. Αναλόγως των εξελίξεων θα διαφανεί εντός των επόμενων εβδομάδων πώς θα επιλυθεί αυτή η διαφωνία και ποια σχολή σκέψης τελικά θα επικρατήσει. Οι εξελίξεις επηρεάζουν άμεσα και την συνοχή στα υψηλά δώματα της τράπεζας. Δεν είναι εξάλλου μυστικό ότι η πρόεδρος της ΕΚΤ δέχεται εδώ και καιρό επικρίσεις αναφορικά με τον τρόπο που λαμβάνει αποφάσεις με τους επικριτές της να τονίζουν πως λειτουργεί περισσότερο πολιτικά παρά τεχνοκρατικά.