Του Απόστολου Τομαρά
Πέρασαν 17 χρόνια από το καλοκαίρι εκείνο που έμελλε να βιώσουμε τη χειρότερη αεροπορική τραγωδία, στα χρονικά Κύπρου και Ελλάδας. Πέρασαν κιόλας 17 ολόκληρα χρόνια και όμως στα μάτια μου είναι νωπές οι εικόνες του πέπλου θλίψης που είχε σκεπάσει το Παραλίμνι, τη Λευκωσία, τη Λεμεσό, την Κύπρο ολόκληρη. Είναι νωπή η εικόνα του συναδέλφου μου, Ανδρέα Ιωσήφ, που περιέγραφε την παραλαβή των σορών στο αεροδρόμιο Λάρνακας. Είναι νωπή η εικόνα του συναδέλφου μου Χριστάκη Γεωργίου που με ένα κόμπο στο λαιμό ανακοίνωνε τα ονόματα των 121 θυμάτων ή της Νατάσας Χριστοφόρου που κάλυπτε το στερνό αντίο σε κάποια εκκλησία με δάκρυα στα μάτια. Μια απέραντη μαυρίλα στην ατμόσφαιρα και στην ψυχή μας. Δεκαεφτά χρόνια μετά ακόμα και η τραγωδία αυτή με 121 νεκρούς δεν απέφυγε τη λήθη. Τα τυπικά, μια απλή αναφορά για να μαθαίνουν οι νεότεροι. Δεκαεφτά χρόνια μετά ουδείς ασχολήθηκε με τις παράπλευρες απώλειες, τα θύματα της τραγωδίας που βρίσκονται εν ζωή και αυτό είναι που με θυμώνει περισσότερο, πρώτα με εμένα τον ίδιο.
Τα «ορφανά» της «Ήλιος», όπως συνηθίζουμε να τα αποκαλούμε από τότε. Άραγε τι απέγιναν τα παιδιά εκείνα που φάνηκαν «τυχερά» μέσα στη δυστυχία που χτύπησε τα σπίτια τους; Ουδείς ξέρει και πολύ περισσότερο δεν φροντίσαμε να μάθουμε. Ανάμεσα σε αυτούς και εγώ. Την ημέρα της τραγωδίας ένιωσα την ανάγκη να ξεφυλλίσω το αρχείο μου, της 14ης Αυγούστου 2005, πιθανότατα από τύψεις επειδή η μνήμη μου, στο πέρασμα του χρόνου, εξασθένησε. Πιθανότατα να ήθελα να νιώσω, ως αναγνώστης, πώς βίωσα τις ημέρες εκείνες, ως εξιλέωση. Στα άψυχα γραπτά κείμενα αποτυπώθηκαν, τότε, οι βαρύγδουπες διαβεβαιώσεις για παντός είδους στήριξη όσων έμειναν πίσω. Από εκεί και μετά υπάρχει ένα κενό μέχρι την περίοδο της οικονομικής καταστροφής και την απρόσωπη σκληρότητα του μηχανισμού διάσωσης των τραπεζών με ίδια μέσα από τον οποίο δεν γλύτωσε ούτε η οικονομική βοήθεια προς τα «ορφανά» της «Ήλιος».
Ένα θέμα που έσβησε πολύ γρήγορα και σε καμία περίπτωση δεν θύμιζε τις κατηγορηματικές διαβεβαιώσεις της πολιτείας ότι δεν θα ξεχάσει τα ζωντανά θύματα της «Ήλιος». Δεκαεφτά χρόνια μετά η λήθη έχει σκεπάσει τα πάντα. Τα μόνα που θυμίζουν τον Αύγουστο του 2005 είναι το ετήσιο μνημόσυνο στο Γραμματικό, τα λιγοστά και τυπικά ρεπορτάζ καναλιών και εφημερίδων. Για τους μόνους που η μνήμη παραμένει ζωντανή είναι για τα θύματα που έμειναν πίσω. Η τραγωδία της «Ήλιος» ό,τι και να λέγεται πήρε τη θέση της στο πάνθεο της λήθης, όπως την πήραν και άλλα τραγικά γεγονότα που έχουν σημαδέψει τον τόπο.
Τουναντίον, ακόμα και σήμερα, υπάρχουν περιστατικά που δείχνουν πως κάποιοι δεν ξεχνούν να εκμεταλλευτούν μια τραγωδία προκειμένου να θυμίσουν πως για τον χαμό 121 ανθρώπων υπήρχαν και πολιτικές ευθύνες. Δεν λένε όμως τα παραμικρό για το τι έκαναν οι ίδιοι για όσους έμειναν πίσω ή προσπερνούν το γεγονός ότι ουδείς εκ των υπευθύνων τιμωρήθηκε στα κυπριακά δικαστήρια. Θυμούνται μόνο για τις σχέσεις της εταιρείας «Ήλιος» με πολιτικά πρόσωπα, αλλά δεν λένε το παραμικρό για το τι έκαναν οι ίδιοι, όταν είχαν την εξουσία, πριν και μετά την τραγωδία. Δεκαεφτά χρόνια μετά, το ζητούμενο είναι οι πολιτικές ευθύνες ή αν η Πολιτεία έκανε όσα όφειλε να κάνει για όσους έμειναν πίσω; Τα όσα λέγονται από κάποια πολιτικά πρόσωπα την περίοδο αυτή μου θυμίζουν τον αείμνηστο Λουκιανό Κηλαηδόνη και τον Χατζηπετρή του.
Για την απουσία γνώσης, αν δηλαδή εκπληρώθηκαν οι οφειλόμενες υποσχέσεις στα ζωντανά θύματα, ευθύνη έχουν όλοι και πρώτιστα ο δημοσιογραφικός κόσμος ο οποίος όφειλε να ελέγξει για την κρατική στοργή στα ανήλικα, τότε παιδιά. Η τραγωδία της «Ήλιος» άντεξε μέχρι την επόμενη τραγωδία και αν κατά διαστήματα εμφανίζονται κάποιες εξάρσεις αυτές οφείλονται στις μνήμες του Ακριβού Τσολάκη, ο οποίος ενδεχομένως να είναι από τους λίγους που κάθε χρόνο γυρίζει τη μνήμη του στον Αύγουστο του 2005. Και σε αυτή την περίπτωση, όμως, το ενδιαφέρον περιορίζεται στο στίγμα που έχει αφήσει η τραγωδία στην ψυχή ενός ανθρώπου που αναζήτησε τα αίτια πτώσης του αεροσκάφους και ανέπτυξε μια ασυνήθιστη, εκ της θέσεώς του, ανθρώπινη σχέση με τις οικογένειες των θυμάτων. Ως συνήθως, όλα αυτά τα χρόνια ξεχάσαμε όλους αυτούς που αναγκάσθηκαν να μαζέψουν τα συντρίμμια τους και να σταθούν όρθιοι. Παππούδες, γιαγιάδες, αδελφούς και αδελφές των θυμάτων. Τα ανήλικα της τότε εποχής σήμερα είναι ενήλικες. Γνωρίζει κάποιος τι απέγιναν;