Του Απόστολου Κουρουπάκη
Ανεβαίνει αυτή την περίοδο από το θέατρο Versus η παράσταση «Το μάθημα» του Ευγένιου Ιονέσκο σε σκηνοθεσία Λουκά Ζήκου. Το ιδιαίτερο (και με τις δύο έννοιες της λέξης) μάθημα που παραδίδει ο καθηγητής (Λουκάς Ζήκος) και ο ενθουσιασμός του για τις πρώτες επιτυχείς απαντήσεις της μαθήτριάς του (Θέκλα Φλουρή) δείχνει ότι η διαδικασία της μάθησης θα κυλίσει ομαλά, με την υπηρέτρια του καθηγητή (Γιολάντα Χριστοδούλου) να έχει τον δικό της διακριτό, ώς ένα σημείο ρόλο, αυτόν της υπηρεσίας του κυρίου καθηγητή.
Το μάθημα εξελίσσεται με τρόπο περίεργο, η μαθήτρια, έχοντας από όσο λέει, σπουδαίες γνώσεις, θέλει να κάνει το «απόλυτο διδακτορικό». Μάλιστα γνωρίζει πολύ καλά τη γαλλική γεωγραφία, αφού γνωρίζει ότι το Παρίσι είναι η πρωτεύουσα της Γαλλίας, ενώ και ο ίδιος ο καθηγητής, ο σπουδαίος καθηγητής, είναι πολύ γνωστός στην πόλη του, αν και θα ήθελε πάρα πολύ να μπορούσε να ζήσει στο Παρίσι ή στο Μπορντώ, παρόλο που δεν έχει πάει ποτέ σε καμία από τις δύο αυτές πόλεις. Βέβαια, η λαμπρή μαθήτρια δυσκολεύεται στις εποχές του χρόνου, αυτό όμως δεν πτοεί τον καθηγητή… είναι σίγουρος πως θα τα πάει περίφημα.
Η διδασκαλία προχωράει… ώσπου η μαθήτρια αποδεικνύεται ότι δεν μπορεί να κάνει την απλή πράξη της αφαίρεσης, ενώ είναι ξεφτέρι στην πρόσθεση… Το μάθημα γίνεται ξαφνικά μία περιπέτεια… με άγνωστο τέλος. Η αριθμητική είναι πρόβλημα, όπως και η φιλολογία, που μόνο καταστροφή μπορεί να προκαλέσει η διδασκαλία της. Η μαθήτρια υποχρεώνεται στην ακρόαση μιας διάλεξης κενής περιεχομένου για τις νεοϊσπανικές γλώσσες, συν τω χρόνω αδυνατεί να παρακολουθήσει τον καθηγητή της, έχει πονόδοντο, όλα μοιάζουν να επιτείνουν τον πόνο της. Όλα φαίνονται να είναι χωρίς νόημα, ο καθηγητής, η υπηρέτριά του. Η μαθήτρια μοιάζει καταβεβλημένη, ολοένα και την απορροφά ο καθηγητής, της επιβάλλεται καθ’ ολοκληρίαν, και ώσπου να τελειώσει το μάθημα η μαθήτρια σίγουρα δεν θα επιτύχει να εκπονήσει το «απόλυτο διδακτορικό»…
Ο Λουκάς Ζήκος και η Θέκλα Φλουρή υποδύονται ο μεν πρώτος τον καθηγητή και η δεύτερη τη μαθήτρια με επιτυχία. Αμφότεροι επί σκηνής καταφέρνουν να μεταδώσουν τον ενθουσιασμό, την αγωνία, την απόγνωση, τον θυμό και τη δυσαρέσκειά τους για όσα συμβαίνουν στη vis a vis συνάντησή τους. Ο Ζήκος δεν αποπροσανατολίζεται στιγμή από τον ρόλο του, δουλεύει καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης τον τόνο της φωνής του, τις κινήσεις του. Η Φλουρή καταφέρνει να δίνει στο κοινό την αφελή και κολακευμένη μαθήτρια, αλλά και το φοβισμένο νεαρό κορίτσι, που αισθάνεται άβολα ενώπιον μια Αρχής, μιας αυθεντίας. Η Γιολάντα Χριστοδούλου ως υπηρέτρια υπηρετεί τον ρόλο της επίσης με επάρκεια, μοιάζει να είναι η δεύτερη σκέψη του καθηγητή, η συνείδησή του ίσως.
Η σκηνοθεσία του Λουκά Ζήκου επιτρέπει στον θεατή να παρακολουθήσει το μάθημα και να ακούσει κάθε λέξη και κάθε φράση του έργου, όσο παράλογα και αν ακούγονται όσα παραδίδει. Το «Μάθημα» του Ιονέσκο παραμένει και σήμερα ένα έργο που μπορεί να μιλήσει στον θεατή, αφού η παιδεία και η μόρφωση φαίνεται να είναι ακόμα στενά συνδεδεμένες με τη διδασκαλική «επιβολή», την αυθεντία ή ακόμα και με τη μονοσήμαντη ερμηνεία των πραγμάτων. Ευδοκιμεί επίσης στις μέρες μας και ο «φασισμός» της μιας άποψης και της επίσημης ερμηνείας, με τα μέσα, μαζικής ενημέρωσης ή και τα λεγόμενα κοινωνικής δικτύωσης, να παίζουν τον ρόλο του καθηγητή…