Του Απόστολου Κουρουπάκη
Προβλήθηκε την περασμένη εβδομάδα η ταινία «.dog» της Γιάννας Αμερικάνου (έλαβε το βραβείο της καλύτερης ταινίας Μειοψηφικής Συμπαραγωγής στα Βραβεία ΙΡΙΣ της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου) και ήταν μια πολύ καλή ευκαιρία για εμένα τουλάχιστον να δω πώς εξελίσσεται χρόνο με τον χρόνο ο κινηματογράφος στην Κύπρο. Το «.dog» είναι η πρώτη ταινία μεγάλου μήκους της Αμερικάνου και θεωρώ πως η αρχή της αυτή είναι ένα πολύ καλό δείγμα δουλειάς και αφοσίωσης σε έναν στόχο, που είναι μία ταινία που έγινε μετά από σκέψη, προγραμματισμό, και χωρίς κινηματογραφικούς μεγαλοϊδεατισμούς.
Η ταινία της Αμερικάνου αφορούσε, μεταξύ άλλων, την ιστορία ενηλικίωσης ενός εφήβου και τις προσδοκίες για μία ομαλή οικογενειακή ζωή, την οποία είχε στερηθεί. Την ανάγκη εύρεσης της ρίζας του, εκείνων των δεσμών με κάτι που μέχρι τότε, ζώντας σε ξενώνα δεν είχε ποτέ την ευκαιρία να έχει, αν και του προσφέρονται, μέσω της φιλίας. Ωστόσο, ο έφηβος Δημήτρης (Δημήτρης Κίτσος) έχει βρει μία άλλη οικογένεια, που δεν συνδέεται με δεσμούς αίματος, που όπως φαίνεται στην ταινία είναι σχεδόν άρρηκτοι, ακόμα και όταν προς στιγμή διασαλεύονται, έχει βρει επίσης ένα απάγκιο και μία ζεστή αγκαλιά και σε μία δεύτερη οικογένεια, που μοιάζει να είναι ιδανική και «κανονική» που μπορεί να του προσφέρει μια καλή ευκαιρία να ζήσει την οικογενειακή θαλπωρή, την οποία όμως όσο και αν τη θέλει τη βλέπει ξένη. Ο έφηβος επιλέγει τις ρίζες, έναν μύθο, που είναι ο βιολογικός πατέρας του (Αντρέας Κωνσταντίνου). Χαρακτηριστικό στοιχείο της ταινίας, που μού ξεκλείδωσε εντελώς τον χαρακτήρα του πατέρα, είναι η ατάκα του ως παλιού ΕΛΔΥΚάριου, ότι έχει περάσει πολλές φορές στα Κατεχόμενα... και εγώ ως ΕΛΔΥΚάριος άκουγα τέτοια «ανδραγαθήματα» από παλαιούς και δεν μπορούσα να σκεφτώ πόσο «λαφαζανιές» μπορεί να είναι τέτοιες αφηγήσεις... ώσπου ήλθα και είδα το αδύνατον του πράγματος. Δεν ξέρω αν η σεναριακή αυτή λεπτομέρεια είναι τυχαία, σε εμένα λειτούργησε, βοηθώντας με να καταλάβω τι σημαίνει «θαυμασμός» και φτιαχτός ήρωας σε αγνά μάτια. Έναν ήρωα που ήταν αντιπαθής, και ο Κωνσταντίνου κατάφερε να τον ενσαρκώσει με μια συγκρατημένη οργή και πονηρία, χωρίς να δείχνει ο απόλυτος άρχων του παιχνιδιού.
Η ταινία της Αμερικάνου κατά κάποιο τρόπο αποκαθιστά την ελπίδα και μένει μακριά από μεμψιμοιρία
Η ταινία της Αμερικάνου κατά κάποιο τρόπο αποκαθιστά την ελπίδα και μένει μακριά από μεμψιμοιρία και δείχνει πως ο κόσμος και οι έφηβοι ενός ιδρύματος δεν είναι κατ’ ανάγκη αρνητικοί χαρακτήρες ή αντιήρωες. Το «.dog» είναι γρήγορο στο ξετύλιγμα της πλοκής, δείχνει μία Κύπρο καθημερινή, τις πόλεις της όπως είναι, το «σύνορο», όπως χρησιμοποιείται από κάποιους. Οι κύριοι χαρακτήρες/πρωταγωνιστές είναι στην ταινία μη Κύπριοι, που όμως έχουν ενταχθεί στο κοινωνικό γίγνεσθαι της χώρας, με όλους τους λάθος και σωστούς τρόπους. Η απούσα Κύπρια μάνα παίζει ρόλο «συναισθηματικού εκβιασμού», ένας κρίκος λείπει ήδη, γιατί να χαθεί λοιπόν ακόμη ένας.
Με ενδιαφέρον παρακολούθησα την αμφιταλάντευση και τη δυσπιστία του Δημήτρη απέναντι στην ακραία συμπεριφορά του πατέρα του. Αυτή η ναΐφ διάθεση του Δημήτρη, αν και στην αρχή μού προκάλεσε ερωτηματικά, που ο Κίτσος υποδύθηκε με φυσικότητα, χωρίς να κατεβαίνει για να φτάσει τον ρόλο του, στην πορεία της ταινίας αισθανόμουν να μπαίνω στην ίδια δίνη σκέψεων, και να αναρωτιέμαι: «Είναι δυνατόν να είναι κακός ο πατέρας μου; Αυτός είναι το πολυπόθητο όραμά μου για τη ζωή, τώρα πια δεν θα είμαι το ορφανό, το αδέσποτο».
Η παρουσία των σκυλιών, άγρια, αλυσοδεμένα, φιλικά και εξαθλιωμένα, και ο τρόπος αντιμετώπισής τους από τους πρωταγωνιστές, πατέρα και γιο, θεωρώ πως έδινε εκείνες τις πινελιές για να σκεφτεί ο θεατής πώς ο άνθρωπος αντανακλάται στα μάτια του αδύναμου, του υποταγμένου. Είναι η αντίθεση του ξενώνα/κλουβιά, η ανάγκη για ειλικρινείς δεσμούς, με αδέσποτους χαρακτήρες και πώς αυτοί μπορούν να κοπούν... Η Αμερικάνου δείχνει ότι η ζωή, μια δύσκολη ζωή, δεν έχει μόνο αρνητική πλευρά. Μπορεί να έχει δυσκολίες, αλλά ότι μπορεί να υπάρχει και η φωτεινή πλευρά της.
Η θετική εν τέλει διάσταση στα πράγματα, παρόλες τις δύσκολες στιγμές της ταινίας, θα μπορούσα να τις μεταφέρω και στον κυπριακό κινηματογράφο, ο οποίος έχει να δώσει πολύ καλά δείγματα δουλειάς, όπως εν προκειμένω το «.dog» και αποδεικνύεται ότι της Πολιτείας βοηθούσης πολλά μπορούν να γίνουν.