Του Απόστολου Κουρουπάκη
Ένα άρθρο με τίτλο «Τι γλώσσα μιλάει η ελληνική πεζογραφία» της Λίνας Πανταλέων που δημοσιεύθηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό www. oanagnostis.gr/, μεταξύ άλλων πολλών που θίγει, άναψε συζητήσεις εδώ στην Κύπρο, μιας και η κα Πανταλέων αναφέρθηκε στις Μαρία Ιωάννου, Νάσια ∆ιονυσίου και Κωνσταντία Σωτηρίου, οι οποίες χρησιμοποιούν και τα κυπριακά στα βιβλία τους. Η κα Πανταλέων θεωρεί, όπως έχει δικαίωμα, πως η χρήση της διαλέκτου αφαιρεί από το λογοτεχνικό έργο, είναι μία άποψη, συμφωνούμε ή διαφωνούμε, έτερον εκάτερον. Προσωπικά θεωρώ πως η χρήση που κάνουν της κυπριακής δεν αφαιρεί τίποτε, και δεν λειτουργεί η χρήση της κυπριακής εις βάρος της υπόλοιπης γραφής. Αλλά επαναλαμβάνω, ο κόσμος μας δεν έχει μόνο μία όψη, ας είμαστε έτοιμοι να τις βλέπουμε όλες.
Σχετικά με τη γλώσσα που είναι όμορφο να χρησιμοποιείται στη λογοτεχνία νομίζω δεν έχω να κομίσω τίποτε το καινούργιο. Ο/η συγγραφέας πρέπει να γνωρίζει καλά τη γλώσσα στην οποία θέλει να γράψει, και αν δεν τη γνωρίζει τόσο καλά να μπορεί να την εκφράσει στον επιμελητή, ώστε να μη φαίνεται ένα τεχνητό λεκτικό κατασκεύασμα, που να φοβάσαι να μετακινήσεις μια λέξη, μπας και πέσουν οι υπόλοιπες και σε πλακώσουν. Γενικά, η γλώσσα, η κάθε γλώσσα, είναι ένας ζωντανός οργανισμός, και πολλές φορές σε οδηγεί η ίδια στο πώς να τη χειριστείς, όταν την πάρεις στα χέρια σου. Η γλώσσα η ίδια αντιστέκεται, όταν δεν μπορείς να τη χειριστείς, κλωτσάει και σου πετάει κατά πρόσωπο τη δυσαρέσκειά της για το ότι της φέρθηκες κακοποιητικά. Και πρέπει να έχεις τα κότσια να την ακούσεις... και όχι να την αγνοήσεις –και είναι γνωστό ότι πολλοί και πολλές και στην Κύπρο, κλείνουν τα αφτιά τους στις κραυγές της.
Ένα κείμενο, ένα λογοτεχνικό κείμενο ιδιαίτερα, είναι σαν ένα μωρό, πρέπει να θες πραγματικά να το γεννήσεις, και όταν έρθει να έχεις τη δύναμη και τη διάθεση να το μεγαλώσεις, να το καλοπιάσεις, όταν χρειαστεί, να μην το αφήσεις να κάνει το δικό του, και να σου αντιμιλήσει, ή να το αφήσεις να εκφραστεί δι’ εσού σε μια ξένη γλώσσα, σε μια γλώσσα που δεν καταλαβαίνεις. Θα πρέπει να είσαι έτοιμος/η να το αφουγκράζεσαι ανά πάσα στιγμή να το ακούς και να καταλαβαίνετε και οι δύο τη γλώσσα που μιλάτε.
Θεωρώ λοιπόν προαπαιτούμενο, όταν γράφει κάποιος/α, να ξέρει σε τι γλώσσα θέλει να επικοινωνήσει πρωτίστως με τον εαυτό του. ∆ιότι ναι, και εγώ όταν πάω να γράψω κυπριακά, έστω και μία φράση, ενώ στην αρχή νομίζω πως τα έχω καταφέρει, και έχω επικοινωνήσει μαζί μου, σε δεύτερο χρόνο, δεν μπορώ να συνεννοηθώ με το ίδιο το κείμενό μου. Και υπάρχουν και λογοτεχνήματα στην κυπριακή, που κι εγώ που δεν είμαι φυσικός ομιλητής της να καταλαβαίνω ότι το κείμενο κλωτσάει, ότι ο συγγραφέας θέλησε να βάλει λεκτικό αλατοπίπερο και χρησιμοποιεί τη διάλεκτο ως γαρνιτούρα. Και δεν χρειάζεται πολύς κόπος ή να είσαι μεγαλωμένος στον Κάμπο της Τσακίστρας για να καταλάβεις πότε κλωτσάει ένα κείμενο στα Κυπριακά, αρκεί να είσαι ανοικτός να το αφήσεις να σου μιλήσει.
Προσωπικά, αυτό που με δυσκόλεψε στο κείμενο της κας Πανταλέων είναι η άποψή της πως η κυπριακή διάλεκτος παρουσιάζει ιδιαίτερες δυσκολίες, και δεν δείχνει ότι μπορεί να αφομοιωθεί λογοτεχνικά, δεν προσφέρεται ηχητικά ή ενδεχομένως να αντιστέκεται στη λογοτεχνική της επιμέλεια. ∆εν κατάλαβα ακριβώς τι θέλει να πει, συνεπώς δεν θα τολμήσω κάποια ερμηνεία, λέγοντας μόνο για το τελευταίο σημείο, αυτό με τη λογοτεχνική επιμέλεια, ότι ίσως να έχει βάση και ίσως οι πολλές και διαφορετικές γραφές μιας λέξης ή μιας φράσης να επηρεάζουν τον πολύ προσεκτικό αναγνώστη.
Όλα τα παραπάνω νομίζω πως ταιριάζουν και με όσους και όσες χρησιμοποιούν την κοινή ελληνική. Πρέπει να ξέρεις καλά τη γλώσσα που θέλεις να χρησιμοποιήσεις, διότι αν δεν την ξέρεις, θα σε αγνοήσει η ίδια και θα σε παραπλανήσει, θα σε οδηγήσει σε σκοτεινά λεκτικά στενά και λεξιλογικά μονοπάτια και δεν θα ξέρεις από πού να ξεφύγεις και πώς να επιστρέψεις στην ασφάλεια της γλώσσας που μιλάς και που καταλαβαίνεις.
Φυσικά, ο καθένας και η καθεμία μπορεί να γράφει σε όποια γλώσσα θέλει, να την καταλαβαίνει ή όχι, να την αφουγκράζεται ή όχι, αν είναι λογοτεχνία που αξίζει, θα αγγίξει το κοινό για το οποίο προορίζεται, αν είναι καλή λογοτεχνία θα φανεί με τον χρόνο. Και η λογοτεχνία κατά κάποιο τρόπο διέπεται από το νομικό θέσφατο, παραφράζοντάς το «Καλή, μέχρι αποδείξεως του εναντίου», από το αδέκαστο δικαστήριο του χρόνου και του ανεξάρτητου αναγνώστη.