Του Απόστολου Κουρουπάκη
Η παράσταση του ΘΟΚ «Το τέρας έρχεται», βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Πάτρικ Νες, στις Αποθήκες (στο πλαίσιο των Δράσεων 2023-2024: «Νέ@ σε έρημο νησί») σε σκηνοθεσία Ειρήνης Ανδρέου και Γιάννη Καραούλη, σε δραματουργία Ελένης Μολέσκη είναι μία παράσταση που θίγει πολλά και σοβαρά θέματα, που εκ πρώτης όψης μοιάζουν να είναι ασύνδετα μεταξύ τους, εκφοβισμός, ενδόμυχες σκοτεινές σκέψεις, ασυμβατότητα με την οικογένεια, εσωτερικές συγκρούσεις, φιλία και εμπιστοσύνη στους άλλους. Η παράσταση μού έφερε στο μυαλό οικείες στιγμές απωλειών, που τις έζησα ως ενήλικας, έχοντας όμως δίπλα μου ανήλικα μέλη της οικογένειας, που δεν μπορούσαν να αντιληφθούν τι σημαίνει αποχωρισμός και αμέσως σκέφτηκα τι άραγε να αισθάνθηκαν τότε. Οι ενδόμυχες σκέψεις που δεν τολμούμε να παραδεχθούμε εμείς ως ενήλικες, έχοντας κατά κάποιο τρόπο τακτοποιημένα τα σύνδρομα του φροντιστή ή έχουμε φιλοσοφήσει την έννοια της απώλειας, ταλανίζουν σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό έναν ανήλικο, που αισθάνεται αβοήθητος σε έναν κόσμο στον οποίο βλέπει μόνο εχθρούς. Όλα αυτά η ομάδα της παράστασης, ωστόσο, βρήκε τρόπο να τα συγκεράσει και εν τέλει να αναδείξει το βασικό ζήτημα, αυτό της διαχείρισης του μελλούμενου θανάτου ενός προσφιλούς προσώπου, όπως αυτό της μητέρας. Το κεντρικό θέμα που αγγίζει η παράσταση είναι ομολογουμένως δύσκολο και λεπτό. Οι δύο σκηνοθέτες Ειρήνη Ανδρέου και Γιάννης Καραούλης, σε συνεργασία με την Ελένη Μολέσκη, κατάφεραν ωστόσο να το δώσουν στο κοινό με τέτοιο τρόπο ώστε να μη γίνεται αφόρητο, ιδίως για το εφηβικό κοινό, που δεν είναι (κατά βάση) εξοικειωμένο με βαριές εμπειρίες, όπως ο θάνατος ενός προσφιλούς προσώπου. Οι κωμικές στιγμές που εμβόλιμα έμπαιναν στις σκηνές ήταν αυτές που έσπαγαν την παγωμάρα του εφιάλτη. Ο θίασος όλος, Στέλιος Ανδρονίκου, Ιάσονας Ασημακόπουλος, Γιώργος Κυριάκου, Νίκος Μανωλάς, Ιωάννα Παπαμιχαλοπούλου, Αντρέας Πατσιάς, Μέλανη Στέλιου, Άννυ Χούρη, λειτούργησαν επί σκηνής με απόλυτο συγχρονισμό, κινησιολογικό (εξαιρετική η δουλειά των Φωτεινή Περδικάκη και Hamilton Monteiro), αλλά και συναισθηματικό.
Στον κεντρικό ρόλο του δεκατριάχρονου Κόνορ Ο’ Μάλλεϋ ο Νίκος Μανωλάς, ένας νέος ηθοποιός, ο οποίος με την ερμηνεία του σκιαγράφησε με συνέπεια την ψυχοσύνθεση του εφήβου που βρίσκεται μεταξύ σφύρας και άκμονος, του δόθηκε ένας ρόλος σύνθετος, τον οποίο κατάφερε να διαβάσει, αφουγκραζόμενος φυσικά και τις σκηνοθετικές οδηγίες της Ανδρέου και του Καραούλη.
Σε όλα αυτά συνέδραμε καταλυτικά και η εξαιρετική δουλειά του Λευτέρη Μουμτζή στη μουσική σύνθεση και στον σχεδιασμό ηχητικού περιβάλλοντος. Ο Μουμτζής δημιούργησε την απαραίτητη ατμόσφαιρα, άλλοτε σκοτεινή και άλλοτε σκληρή, ώστε ο θεατής να μπει κατά το δυνατόν στον κόσμο του Κόνορ Ο’ Μάλλεϋ. Στη δημιουργία αυτής της ατμόσφαιρας σημαντικότατοι καταλύτες είναι ο σχεδιασμός βιντεοπροβολών της Άννας Φωτιάδου και οι φωτισμοί του Γεώργιου Κουκουμά, καθώς και τα σκηνικά-κοστούμια της Ελένης Ιωάννου.
Η ομαδική δουλειά που έγινε για την παράσταση αυτή θεωρώ πως έδωσε ένα καλλιτεχνικό αποτέλεσμα που δεν μπορεί να σε αφήσει αδιάφορο. Οι όποιες επί μέρους διαφωνίες ανακύπτουν από τη θέαση της παράστασης εξανεμίζονται όταν δεις τη μεγάλη εικόνα της θεματικής του έργου και τον τρόπο με τον οποίο αυτή αναπτύχθηκε στη μιάμιση ώρα της παράστασης, και πώς ολόκληρο το σύμπαν της παράστασης καταπολέμησε το τέρας. Αυτό που αναφέρεται ως φιλοδοξία στο δελτίο Τύπου της παράστασης από τη δημιουργική ομάδα και τους ηθοποιούς επετεύχθη, δόθηκε φωνή στο ψυχικό τοπίο του νεαρού ήρωα, όπου κατοικούν ο φόβος, ο θυμός, η θλίψη, η απομόνωση, αλλά και η εγγύτητα, η κατανόηση, η αναγνώριση και αισθάνομαι πως και ο/η έφηβος/η θεατής/τρια θα μπορέσει να καταπολεμήσει το δικό του/της τέρας, αισθανόμενος/η πως δεν είναι μόνος/η.
Αυτό που θα πρέπει εμείς ως ενήλικες και η Πολιτεία κυρίως να καταπολεμήσουμε εν έτει 2023 είναι την αίσθηση της παντοκρατορίας και της αίσθησης της δυνατότητας έκδοσης «απανταχουσών», όπως πρόσφατα, χωρίς καμία αρμοδιότητα και κυρίως χωρίς κανέναν λόγο, έκανε λειτουργός του υπουργείου Παιδείας, λειτουργώντας ιταμώς. Η παράσταση βέβαια εξευμένισε τον ίταμο, άρα χρείαν ουδεμίαν άλλη έχει.