Του Απόστολου Κουρουπάκη
Γράψαμε και άλλες φορές για το θέατρο, τη θεατρική ανάπτυξη του τόπου και γενικώς για τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο χώρος του θεάτρου. Σε πρόσφατο δε άρθρο του γράφοντος σημειώθηκε η αδυναμία του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου να μπει μπροστά και να οδηγήσει την κατάσταση σε νέους δρόμους. Κύρια αιτία είναι η απουσία διευθυντή/τριας που θα αναλάβει τα ηνία και θα δώσει λύσεις σε χρονίζοντα προβλήματα. Όπως πάνε τα πράγματα νέο διευθυντή δεν θα έχει ο οργανισμός για αρκετό καιρό ακόμα και έτσι δεν νομίζω ότι είναι σοφό να περιμένουμε κάτι διαφορετικό από τον ΘΟΚ. Θα δούμε κάποιες παραστάσεις, μία αρχαίου δράματος το καλοκαίρι, και από τον Σεπτέμβριο ό,τι ανακοινωθεί. Άρα για εννέα μήνες ο ΘΟΚ έδειξε στο κοινό τρεις βασικές παραγωγές, μία που ανέβηκε για τρεις μόνο παραστάσεις «Μια ιστορία αγάπης», μία που ανέβηκε για επτά, η εκτός έδρας «Η Βεγγέρα» και αυτή του καλοκαιριού «Φοίνισσες. ∆εν υπολογίζω αυτές που συνεχίστηκαν από την προηγούμενη χρονιά, γιατί πολλές από αυτές ακυρώθηκαν ανά διαστήματα, ή κατέβηκαν, όπως ήταν προγραμματισμένο τον Ιανουάριο. ∆ηλαδή για εννέα μήνες το 2024 ο ΘΟΚ μάλλον απουσίαζε από τα θεατρικά δρώμενα του τόπου, ενώ το θεατρικό τοπίο έβραζε, το Σχέδιο Θυμέλη δημιούργησε πολλαπλές αναταραχές και γενικά το θέατρο αιμορραγούσε, και μαζί με αυτό και οι άνθρωποί του.
Ο ΘΟΚ, και όταν λέω ο ΘΟΚ δεν εννοώ τον απλό εργαζόμενο, αλλά τους ανθρώπους που ανέλαβαν να τον διοικήσουν, το ∆ιοικητικό του Συμβούλιο, δηλαδή, για τα επόμενα χρόνια, δεν κατάφερε να σταθεί στο ύψος του ως πολιτιστικός φορέας. Ένας οργανισμός που ακόμα και τα δύσκολα χρόνια μετά την εισβολή, το φθινόπωρο του 1974 πήγε περιοδεία στην Ελλάδα, με δύο παραστάσεις. Η χώρα βρισκόταν στο χείλος του γκρεμού και ο ΘΟΚ πήγε περιοδεία, όχι γιατί ήθελε να κάνει περίπατο, αλλά γιατί θεωρούσε χρέος του να το κάνει. Μετά από τέσσερα χρόνια ο ΘΟΚ ανέβασε τις «Ικέτιδες» του Χαραλάμπους, όχι γιατί δεν είχε τι άλλο να κάνει, αλλά γιατί είχε λόγο να το κάνει. Σήμερα, εν έτει 2024 ο ΘΟΚ μοιάζει να έχει γίνει ένας απλός ημικρατικός οργανισμός, που μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει, κοιτάζει τα λογιστικά του βιβλία και αναλόγως πορεύεται.
Αφού λοιπόν το Εθνικό μας Θέατρο, όπως λένε κάποιοι, ή το Κρατικό μας Θέατρο, όπως λένε κάποιοι άλλοι, ή το βασικό μας κρατικό θέατρο, όπως λένε κάποιοι τρίτοι, είναι απόν, και απουσιάζει διά των παραστάσεών του, γιατί χρειαζόμαστε δημόσιο θέατρο; Ίσως αναρωτιούνται κάποιοι άλλοι πιο πονηροί; ∆εν υπάρχει θεατρικός σχεδιασμός, άρα μπορούμε να τον εισάγουμε, να τον φέρουμε από εδώ και από εκεί και να καλύψουμε το κενό, και τα χρήματα δεν είναι πρόβλημα. Γιατί μετά να παραπονιόμαστε για την έλλειψη θεατρικής παιδείας; Γιατί να παραπονιόμαστε επειδή ένας άνθρωπος μπορούσε να απαγορεύσει, βγάζοντας φετβάδες, μία παράσταση; Γιατί μας κακοφαίνεται που δεν πάμε στην Επίδαυρο; Πώς και γιατί να μας πάρουν σοβαρά, όταν κάνουμε τρεις παραστάσεις; Εντάξει, το ξέρω, στην Επίδαυρο πάμε με αρχαίο έργο, αλλά ίσως αν δείχναμε γενικά τι μπορούμε να κάνουμε, ίσως να μας αντιμετώπιζαν διαφορετικά.
Εκτός, αν αρκούμαστε με την εβδομάδα Κυπριακού Θεάτρου στην Αθήνα, και είμαστε εντάξει με την εξωστρέφειά μας, οπότε ο ΘΟΚ μένει ήσυχος, και αφού στην Επίδαυρο δεν μας θέλουν, γιατί εμείς μόνο εκεί θέλουμε να πάμε, δεν πειράζει, και μονολογούν στο ∆.Σ. καλά είμαστε, και με μερικές παραστάσεις και μια δυο πρεμιέρες καθαρίσαμε.
Κοντολογίς, είναι κρίμα που δεν μπορεί το ∆ιοικητικό Συμβούλιο του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου να πάρει σοβαρές αποφάσεις, που έπαψε να είναι νέο. Καταλαβαίνω επίσης ότι δεν είναι σύναξη μάγων, για να λύνει διά μαγείας τα προβλήματα, αλλά οφείλουν να βρουν λύσεις. Είναι βεβαίως πολύ κρίμα που κανείς εδώ και πάρα πολύ καιρό δεν έχει βάλει τα πράγματα σε μία τάξη, σε έναν οργανισμό που πάσχει. ∆εν ξέρω τι περιμένουν αυτοί που έχουν και το πεπόνι και το μαχαίρι να κάνουν, αλλά όσο δεν κάνουν τίποτε, ο μόνος που βγαίνει χαμένος είναι το θέατρο στη χώρα. Τουλάχιστον, ας το παραδεχτούν ότι υπάρχει πρόβλημα, παρά να βγάζουν ανακοινώσεις που στοχεύουν στην επίκληση του συναισθήματος.