Του Απόστολου Κουρουπάκη
Η τουρκική εισβολή του 1974 και η μετέπειτα κατοχή του βόρειου κομματιού της νήσου εξουδετέρωσε με πολύ βίαιο τρόπο την ιδιοσυστασία ολόκληρων περιοχών, τόσο πολύ που σήμερα σε πολλές περιπτώσεις τίποτε δεν θυμίζει το παρελθόν, ούτε καν στο τοπίο... Κάτι που ξεκίνησε φυσικά κάποια χρόνια πιο πριν... και κανείς από τους ηγέτες δεν διάβασε τα σημάδια. Φυσικά, την ίδια τύχη είχαν και τ/κ χωριά, όχι μόνο στις ελεύθερες περιοχές, αλλά και στον κατεχόμενο Βορρά, η τ/κ ιδιοσυστασία λεηλατήθηκε από την τουρκική φύσει και θέσει άποψη του «damnatio memoriae». Και αμέσως θυμήθηκα τους Κάσιαλο και Λιασίδη, αστραπιαία αυτοί μου ήλθαν στο μυαλό, υπάρχουν κι άλλοι πολλοί... και μετά σκέφτηκα μια φωτογραφία προ του 1974, όπου φαίνεται στον τοίχο ενός σπιτιού στο Νέο Χωρίο Κυθρέας ένα κάδρο που έχει κεντηθεί με κουκούλια μεταξοσκώληκα...
Αυτά σκέφτηκα, όταν διάβασα ότι κάηκε ένα τοπικό μουσείο στο χωριό Ιβάνκιβ, το οποίο φιλοξενούσε έργα της Μαρία Πριματσένκο, μιας αυτοδίδακτης καλλιτέχνιδας που δημιούργησε εικονογραφικές συνθέσεις, εμπνευσμένες από την ουκρανική λαογραφία και μυθολογία. Ήσσονος σημασίας θα πει κάποιος πως είναι η καταστροφή της πολιτιστικής κληρονομιάς της Ουκρανίας, από τις ρωσικές πυραυλικές επιθέσεις, όταν άνθρωποι σκοτώνονται.
Θα συμφωνήσω... βέβαια ο πολιτισμός πεθαίνει κάθε φορά που έστω και ένας άνθρωπος σκοτώνεται από τη σφαίρα ενός άλλου ανθρώπου. Πάντοτε ήταν έτσι, θα πείτε και δεν θα έχετε άδικο. Από γεννήσεως κόσμου, από τον Κάιν και τον Άβελ, θα έλεγε κάποιος άλλος, ο άνθρωπος εκπαιδεύτηκε για να αυτοκαταστρέφεται... και να καταστρέφει ό,τι τον περιβάλλει, ιδίως αν είναι κατασκεύασμα και δημιούργημα του Άλλου, του προαιώνιου εχθρού! Και πολλές φορές αυτό που πιο άγρια χτυπάμε είναι ό,τι φτιάχτηκε, ό,τι γεννήθηκε από τον απλό άνθρωπο, γιατί ίσως φοβόμαστε την αλήθεια του, τότε η μοίρα τού ευτελούς κατά την πρώτη ανάγνωση των πραγμάτων αντικειμένου είναι προδιαγεγραμμένη!
Ένα από τα πιο αποτελεσματικά πολεμικά όπλα διαχρονικά είναι αυτό της διάβρωσης της μνήμης και καταστροφής της εντοπιότητας, μιας εντοπιότητας που έχει αποδεχθεί και εν πολλοίς συγκροτείται από τη διαφορετικότητα, με τα στοιχεία της να λειτουργούν ως συγκοινωνούντα δοχεία, γεμίζοντας την κοινή δεξαμενή με πλούσιο πολιτισμικό απόθεμα. Σπάζοντας κάποιος τη δεξαμενή αυτή και χύνοντας αυτό το πολιτισμικό απόθεμα, ο άνθρωπος καθίσταται αυτομάτως άπορος... Και τότε έχει δύο επιλογές, ή θα ξεκινήσει και πάλι να καλλιεργεί στον ίδιο τόπο, ή θ’ αρχίσει τις εισαγωγές νέων σπόρων, και ό,τι ευδοκιμήσει... ∆υστυχώς, όμως, δεν μπορεί πάντα να ξέρει ποιος είναι ο έμπορος... και τι σπόρο θα του πωλήσει...
«Ένιωθα μια απέραντη κόπωση μπροστά στο γεγονός ότι οι άνθρωποι πρέπει να τα ζουν όλα από την αρχή, ξανά και ξανά, χωρίς η κούραση να τους αποτρέπει, χωρίς ποτέ να τους κουράζει στ’ αλήθεια», Δημήτρης Τανούδης, «Η ανάγκη του να είναι κανείς βάρβαρος», σελ. 147.
Όπλο τεράστιας δύναμης πυρός είναι και ο εξαναγκασμός σε πολιτιστική απορία και οι άτυπες κυρώσεις στον πολιτισμό σου. Και δεν είναι η απαγόρευση σ’ ένα κρατικό σύνολο να ανεβάσει μια παράσταση ενός συγκεκριμένου συγγραφέα ή δημιουργού. Πολιτιστική κύρωση είναι να αλλάζεις τον συγγραφέα και να τον φέρνεις στα μέτρα σου, να τον αγνοείς, να τον διαστρέφεις τόσο πολύ που στο τέλος να μην αναγνωρίζει ούτε ο ίδιος το έργο του. Πολιτιστική βία είναι να κρύβεις το παρελθόν και να μην αντιδρά κανείς, βλέπε τις επιγραφές από το Ελληνικόν Γυμνάσιον Αμμοχώστου και από το Λύκειον Ελληνίδων στο Βαρώσι. Αυτό είναι απροκάλυπτη πολιτιστική βία, που θα έλεγε κάποιος πως το 2020 δεν θα μπορούσε να συμβεί, διότι ο άνθρωπος έμαθε από τις ισοπεδώσεις των εβραϊκών γειτονιών κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αν και σήμερα παλαιστινιακές γειτονιές εξαλείφονται από Εβραίους εποίκους... Θα περίμενε κανείς ότι στην Κύπρο των χωριών φαντασμάτων δεν θα υπήρχε χώρος γι’ απόκρυψη επιγραφών... αλλά φευ! Μάλλον είμαι πολύ αφελής για να πιστεύω πως ο άνθρωπος μπορεί να βλέπει πού περπάτησε πριν για να μπορεί ν’ αποφύγει τον βορβορώδη δρόμο. Στην Ουκρανία κάτι παρόμοιο συμβαίνει, παράπλευρες απώλειες οι ζημιές στο Μπάμπι Γιαρ, θα πει κανείς, το μουσείο του Ιβάνκιβ, όμως;
* Εμμ. Μπουνιαλής, «Κρητικός Πόλεμος»: «Νέφαλα σκοτεινότατα ο ουρανός γεμίζει / και η κατσιφάρα άρχισε λίγο να ψιχαλίζει». «Κατσιφάρα»: ομίχλη, καταχνιά.