Του Απόστολου Κουρουπάκη
Σε μία ακόμη επίσκεψή μου στα Κατεχόμενα, την περασμένη Κυριακή, βρέθηκα στον Καραβά. Ο καιρός ανοικτός, παρά το πολύ βροχερό βράδυ που είχε προηγηθεί, ανά διαστήματα όμως μουντός, βροχερός. Όπως κάθε φορά που επισκέπτομαι κάποια κωμόπολη, πόλη ή χωρίο στη βόρεια κατεχόμενη Κύπρο, το πρόγραμμά μου είναι συγκεκριμένο, και συνήθως δεν έχει προηγηθεί καμία μελέτη ή εκ των προτέρων ανάγνωση κάποιου κειμένου. Έχει γίνει μόνο κάποια αναζήτηση για τους προς επίσκεψη προορισμούς, συγκεκριμένα σημεία που θέλω να δω. Γι’ αυτό και πολύ συχνά χρειάζεται να επιστρέψω και δεύτερη ή και τρίτη φορά, γιατί κάτι μού ξέφυγε. Την έπαθα στη Βατυλή, στην Τρυπημένη, στην Κώμα του Γιαλού, στα Λιβερά, στα Λιμνιά, και αλλού, χωριά και κωμοπόλεις που κάτι είδα μετά σε κάποιο βιβλίο ή μού είπαν και δεν το είχα δει εξ αρχής. Συνήθως είναι κάτι μικρό, ένα έλασμα σε μία σιδερένια πόρτα, μία επιγραφή σε κάποιον τοίχο, κάτι που το ανυπόμονο μάτι μου δεν συλλαμβάνει, άλλοτε πάλι, απλώς γιατί αιωρείται μέσα μου κάτι το ανεκπλήρωτο…
Αλλά ξεκίνησα να λέω για τον Καραβά. Από το οδόφραγμα του Αγίου Δομετίου σιγοτραγουδούσα τους δύο-τρεις στίχους του τραγουδιού «Πορτοκαλιά του Καραβά που κάνεις πορτοκάλια να σε πωλούν ’γοράζω σε του Βαρωσιού ριάλια» (τραγουδώντας μάλιστα και λάθος τον στίχο, αφού αυτός λέει «του βάρους σου ριάλια»). Δεν θυμόμουν παρακάτω, οπότε είχα μπει σε ρυθμό επαναλήψεως που μέχρι και εγώ με βαρέθηκα… Οι συνταξιδιώτες μου στο σύντομο ταξίδι μας είχαν αντιληφθεί πως η εκδρομή μας έμοιαζε περισσότερο με στοχοπροσηλωμένη επίσκεψη… και μέσα στη δυσλειτουργία του κατεβασμένου χάρτη, στη συζήτηση για το πού ακριβώς πάμε πρώτα, λησμονήσαμε να παρατηρήσουμε, κι εγώ πρώτος, πως δεν είδαμε και πολλές πορτοκαλιές. Έπρεπε να περάσουν αρκετές ώρες, και αφού είχαμε δει τον εξοχικό Άγιο Γεώργιο του Μεζερέ, την επιβλητική Παναγία Ευαγγελίστρια, το νεκροταφείο του Καραβά, με τον ιδιαίτερο για τα αρχιτεκτονικά δεδομένα της εποχής, κοιμητηριακό ναό του Αποστόλου Πέτρου, και την πανέμορφη Αγία Ειρήνη, και αφού είχαμε βρεθεί στον μύλο του Σταυρινού και στο εξοχικό κέντρο «Οι Μύλοι», περπατώντας από τον Άγιο Γεώργιο ώς εκεί. Μετά από όλη αυτή την περιδιάβαση στον Καραβά, καταλάβαμε όλοι πως δεν υπήρχαν, παρά διάσπαρτα πορτοκαλόδεντρα… άραγε, είπαμε, είναι ο στίχος μία υπερβολή των Καραβιωτών; Αλλά πάλι, συμφωνήσαμε, πως όσο και αν εμπεριέχει ο στίχος υπερβολή, δεν μπορεί να μην κρύβει νουν αληθείας, όπως το έγραψε κι ο Κάλβος. Κατεβαίνοντας προς τη θάλασσα, και αφού ο καιρός είχε ανοίξει καταλάβαμε πως δεν είναι δυνατόν όλη αυτή η ανοιχτωσιά να ήταν γη ακαλλιέργητη, και φυσικά δεν ήταν δυνατόν να είχαν φυτευτεί επαυλόδεντρα…
Να σου λοιπόν πού ήταν οι πορτοκαλεώνες του τραγουδιού, το πράσινο είχε αντικατασταθεί από επαύλεις, ξενοδοχεία, κέντρα, ταβέρνες… το τσιμέντο είχε καταπιεί τα πορτοκάλια…
Φτάνοντας στο σπίτι ανάρτησα σε λογαριασμό μου σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης πως πήγα στον Καραβά, αλλά δεν είδα πορτοκάλια. Λίγο μετά η Καραβιώτισσα συγγραφέας Μαρία Περατικού Κοκαράκη και ο Τάκης Χατζηδημητρίου μού σημείωσαν πως στον Καραβά είχε λεμόνια. Φυσικά και έχουν δίκιο, όχι γιατί το επιβεβαιώνω εγώ, αλλά γιατί έτσι είναι ή καλύτερα ήταν και εκείνοι το ξέρουν γιατί το είδαν, το έζησαν… Δυστυχώς όμως ούτε και λεμονόδεντρα είδα, ούτε μύρισα λεμονανθούς, αν και είχε βρέξει και τα αρώματα θα έπρεπε να είχαν μυρώσει το κορμί του Καραβά, αλλά τίποτε. Πάντως, επιμένει ο Καραβάς να είναι όμορφος, επιμένει σε πείσμα των καιρών να έχει κάτι το αρχοντικό, που αξίζει να ξαναπάω, για να ψάξω να βρω τα χαμένα λεμονόδεντρα. Ίσως από το πλάτωμα της Αγίας Ειρήνης να εντοπίσω κάποιο περιβόλι. Θα αναζητήσω ίσως πρώτα κάποια συνταγή καραβιώτικης λεμονάδας, να έχω μεταλάβει πριν πάω.