Είναι αυτός ο πίνακας, τον έχω στο σπίτι μου χρόνια τώρα, δείχνει μια κοπέλα σε ένα κήπο και μαζί της ένα περιστέρι. Ξαπλώνω στον καναπέ και τον παρατηρώ, τον βλέπω αλλιώς από ό,τι όταν τον έβλεπα πριν μερικά χρόνια, τώρα ο κήπος σημαίνει άλλα, ίσως γιατί τώρα είναι όσο ποτέ άλλωτε ζητούμενο και ανάγκη επιτακτική. Παίρνω τηλέφωνο την Α. ξέρω πως δεν είναι στην καλύτερη της φάση, διάφορα στενάχωρα την ταλαιπωρούν, είναι κι’αυτός ο πόλεμος που δεν σ’αφήνει να κοιμηθείς τα βράδια χωρίς ενοχές που απλά και μόνο υπάρχεις, πάμε μια βόλτα στο φυτώριο, της λέω, μήπως αλλάξει ο αέρας, μήπως ξεχαστούμε, μήπως καταφέρουμε να μιλήσουμε μόνο για ομορφιές και μυρωδιές και χρώματα.
Η Α. ξαφνιάζεται, πάει καιρός να πάμε μαζί βόλτα σε ένα κήπο, δέχεται την πρόταση μου διστακτικά, δεν είναι σίγουρη ότι θα μας βγει σε καλό, λέει, φοβάται μήπως μας ρίξει βαθύτερα μέσα στην απελπιστική συνειδητοποίηση πως ο κόσμος δεν ήταν τελικά ολάνθιστος όπως πιστέψαμε, παριστάνω πως δεν την ακούω, επιμένω, τα λουλούδια δεν είναι και δεν θα είναι ποτέ αυταπάτη. Να πάρουμε πολλά γεράνια της λέω και να τα φυτέψουμε σε μια γλάστρα όλα μαζί να μην τα πιάνουνε οι μοναξιές, να πάρουμε και ένα άλλο φυτό που μ’αρέσει πολύ και νομίζω πως το λένε κοράλι, βγάζει κόκκινα και λευκά ανθάκια και είναι σαν παιδική ζωγραφιά. Και χώμα να μην ξεχάσουμε να πάρουμε που νάχει μέσα βιταμίνες για να φουντώσει το πράσινο, να μην μας αρρωστήσει, να ανοίξουνε μια ώρα αρχύτερα τα άνθη μήπως και μυρίσει ο τόπος ζωή. Παίρνουμε το δικό της αμάξι που έχει μεγαλύτερο καπό για να χωρέσουν οι γλάστρες και οδηγούμε μέχρι την Νήσου, είναι, λέει, ένα ωραίο φυτώριο εκεί που άμα θες πίνεις και τον καφέ σου, δεν μιλάμε πολύ στην διαδρομή, λέμε λίγο για τον καιρό και λίγο για τα ίδια και τα ίδια, το ραδιόφωνο το αφήνουμε κλειστό, κατάντησε κι’αυτό να μας τρομάζει. Μόλις φτάσουμε παίρνουμε από ένα καρότσι και τριγυρνάμε αμήχανα στους διαδρόμους του φυτωρίου λες και μόλις διακτινιστήκαμε σε ένα φιλικό πλανήτη, χαζεύουμε τα λουλούδια στην κάθε τους λεπτομέρεια, αθώα λουλούδια που τίποτα δεν ξέρουνε για την ασχήμια μας, μόνο τον ήλιο αναζητούνε, όλα τ’άλλα τα αγνοούν, ίσως γι’αυτό επιμένουν ακόμα να ανθίζουν. Να φυτεύω και να διαβάζω, αυτό αντέχω περισσότερο αυτή την εποχή, δυσκολεύομαι να μιλώ, είναι τόσο παρενοχλημένες οι λέξεις που ελπίζω πως αν τις αφήσω λίγο στην ησυχία τους ίσως και να συνέλθουν, ίσως και να βρουν τον εαυτό τους και γω ξανά το νόημα τους.
Η A. λέει πως θέλει τελικά να πάρει και βότανα, θα τα φυτέψει στην πίσω αυλή, να τάχει εκεί πρόχειρα για κάθε περίπτωση, δεντρολίβανο και θυμάρι και δυόσμο, έχουν θεραπευτικές ιδιότητες, λέει, άμεσης ανακούφισης, θα τα δοκιμάσει και σε ρόφημα, ελπίζει να βοηθήσουν, να μαλακώσει το κάψιμο που νιώθει στο στήθος. Εμένα υποψιάζομαι πως τα κιούλα είναι που θα μου κατευνάσουν τις ανησυχίες, μαζί τους έχω μια ανεξήγητη σύνδεση λες και γνωριζόμαστε από παλιά, από την εποχή μιας αθωότητας. Τα καρότσια μας έχουν σχεδόν γεμίσει, η κοπέλα ωστόσο που μας εξυπηρετεί επιμένει να μας δείξει ένα ψηλό καταπράσινο φυτό στο δεξί διάδρομο που είναι λέει εσωτερικού χώρου, δεν αρκούν τα φυτά στην αυλή, χρειάζεται να βάλεις και μέσα στο σπίτι, επιμένει. Την ρωτώ αν το ψηλό φυτό χρειάζεται ήλιο, μπόλικο μου απαντά, να το βάλεις σε φωτεινή γωνιά, χρειάζεται πολύ φως αλλιώς μαραίνεται, λέει, το ίδιο και οι ζωες μας θέλω να της πω αλλά δεν λέω τίποτα, ο Καμύ όμως το είπε καθαρά πως “δεν παίρνουμε λάθος την ζωή μας μόνο όταν την βάζουμε μέσα στο φως”. Έχουν ήδη περάσει δύο ώρες που είμαστε εδώ μου λέει η Α. ενώ περιμένουμε στο ταμείο, τα καταφέραμε της λέω, ξεχαστήκαμε για λίγο μέσα σε ένα κήπο όπως την κοπέλα στον πίνακα, ποιά κοπέλα; ποιό πίνακα; απορεί εκείνη…