Κύριο Άρθρο
Πριν από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, οι οικονομολόγοι που συμμετείχαν σε έρευνα του πρακτορείου Bloomberg«έβλεπαν» 20% πιθανότητα για συρρίκνωση της οικονομίας. Στην ίδια έρευνα σήμερα το ποσοστό εκείνων που αναμένουν ύφεση έχει ανέλθει στο 45%. Η βασική υπόθεση εργασίας που υιοθετούν οι ερωτώμενοι είναι ότι ο πληθωρισμός δεν αναμένεται να σταθεροποιηθεί στο μακροπρόθεσμο στόχο του 2%, γεγονός που θα αναγκάσει την ΕΚΤ να προβεί σε περισσότερες από ότι αναμένεται σήμερα αυξήσεις των επιτοκίων. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα ακριβότερο κόστος διαβίωσης και άρα μείωση της κατανάλωσης. Οι εκτιμήσει σήμερα κάνουν λόγο για επιτόκιο στο 0,75% μέχρι το τέλος του χρόνου και 1,25% μέχρι τον ερχόμενο Μάρτιο.
Η για πάνω από μια δεκαετία χαλαρή δημοσιονομική και νομισματική πολιτική που είχε ως συνέπεια την μεγέθυνση του ισολογισμού της κεντρικής τράπεζας και την συσσώρευση δημοσιονομικών ελλειμάτων προκάλεσε τον πληθωρισμό, που φαίνεται να έχει «εγκατασταθεί» για τα καλά στα θεμέλια της οικονομίας έχοντας «προσβάλει» οριζόντια σχεδόν όλα τα προϊόντα και υπηρεσίες. Ως εκ τούτου, θα απαιτηθεί χρόνος για να διορθωθεί η κατάσταση και να επανέλθουμε στα κανονικά επίπεδα πληθωρισμού, που είναι το 2%. Η επόμενη περίοδος θα χαρακτηριστεί από οικονομική αβεβαιότητα αφού κανένας δεν γνωρίζει πόσος θα είναι αυτός ο χρόνος με αποτέλεσμα τα επιχειρηματικά πλάνα για επενδύσεις και η μη αναγκαία κατανάλωση να περιοριστούν. Αυτά τα δύο συστατικά αποτελούν πηγές ύφεσης η οποία αργά η γρηγορά θα κάνει την εμφάνισή της. Η αξία των στοιχείων ενεργητικού βρίσκεται ήδη κάτω από πίεση ενώ οι εκτιμήσεις κάνουν λόγο για παρατεταμένη διόρθωση, η οποία θα προκαλέσει μεταβλητότητα στις αγορές και υποχώρηση προκαλώντας ζημιές στα επενδυτικά χαρτοφυλάκια. Η προσοχή σε αυτή την περίπτωση εστιάζεται στα συνταξιοδοτικά ταμεία τα οποία έχουν αρκετές ιδιαιτερότητες και κοινωνικές προεκτάσεις εφόσον υποτιμηθεί η αξία τους.
Η καθυστέρηση των κεντρικών τραπεζών να αντιδράσουν όντας για μήνες παγιδευμένες στην βολική θεωρία του μεταβατικού πληθωρισμού στοίχισε, αφού αφαίρεσε τη δυνατότητα λήψης ήπιων μέτρων και πλέον οι κινήσεις θα είναι ραγδαίες και άρα υφεσιακές. Εκτός βέβαιά και αν επιλεγούν πιο ήπιες κινήσεις αδιαφορώντας για τον πληθωρισμό, ο οποίος θα αποφασιστεί να αφεθεί να ολοκληρώσει έναν οικονομικό κύκλο προτού αρχίσει να υποχωρεί. Αυτό όμως έρχεται με σημαντικό πολιτικό κόστος για τις κυβερνήσεις, οι οποίες αντιθέτως θα πιέζουν προς την κατεύθυνσης λήψης άμεσων μέτρων εν μέσω κοινωνικής δυσαρέσκειας.
Το μέγεθος και η διάρκεια της ύφεσης θα είναι αναλόγως των θεμελιωδών στοιχείων κάθε οικονομίας ξεχωριστά. Χώρες με διαχρονικά χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης αναμένεται πως θα επηρεαστούν περισσότερο σε σχέση με άλλες. Οι χώρες του μη αναπτυγμένου κόσμου θα είναι και σε αυτή την περίπτωση ο αδύναμος κρίκος. Η εκτίναξη στις τιμές της ενέργειας και των τροφίμων αφήνει κυρίως εκτεθειμένες εκείνες που στηρίζονται αποκλειστικά σε εισαγωγές και για τις δύο αυτές κατηγορίες αγαθών.
Η Κύπρος ανήκει σε μεγάλο βαθμό σε αυτή την κατηγορία χωρών. Είναι λοιπόν αναμενόμενο ότι τα νοικοκυριά με χαμηλά και μεσαία εισοδήματα θα δεχθούν την πίεση και άρα θα χρειαστούν προστασία. Δυστυχώς, η συγκυρία μας βρίσκει με περιορισμένες δημοσιονομικές δυνατότητες λόγω της πανδημικής περιόδου που προηγήθηκε. Μέχρι όμως να δημιουργηθούν οι απαραίτητες συμμαχίες εντός ΕΕ για μια συγκροτημένη αντίδραση, θα πρέπει να εξευρεθούν δημοσιονομικά μαξιλάρια μέσω εξοικονομήσεων.