Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Για μια επιταχυνόμενη διαδικασία μετατόπισης των τεκτονικών πλακών στην γεωπολιτική σκακιέρα έκανε λόγο η Κριστίν Λαγκάρντ περιγράφοντας τα όσα σημαντικά λαμβάνουν χώρα αυτήν την περίοδο. Σημείο αφετηρίας αποτελεί η πανδημία του 2020 ακολουθούμενη από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία το 2022 και την μετέπειτα εργαλειοποίηση του ενεργειακού που οδήγησε στη ραγδαία αύξηση του πληθωρισμού που υπόβοσκε για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την άρση των lockdowns. Η εικόνα ολοκληρώνεται με την ένταση που συντηρείται μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ. Η παγκόσμια οικονομία είναι πλέον χωρισμένη σε δύο στρατόπεδα και κάθε πλευρά προσπαθεί να έχει όσες περισσότερες χώρες μπορεί με το μέρος της. Επικεφαλής στη νέα αυτή ψυχροπολεμική ατμόσφαιρα είναι από τη μια οι ΗΠΑ και από την άλλη η πανίσχυρη κινεζική οικονομία με τους δορυφόρους της, στο στρατόπεδο της οποίας έχει πλέον εισχωρήσει και η πρώην υπερδύναμη Ρωσία.
Η αβεβαιότητα που η νέα τάξη πραγμάτων προκαλεί θα έχει ως αποτέλεσμα κάθε φορά που θα υπάρχει ένταση στις δύο πλευρές να αποσταθεροποιούνται οι εφοδιαστικές αλυσίδες και να προκαλείται αυξημένο κόστος στις πρώτες ύλες και τα τελικά προϊόντα. Με άλλα λόγια ο πληθωρισμός ήρθε για να μείνει με πιθανή έκβαση τη σταθεροποίηση των τιμών στα ψηλά μέχρι το επόμενο επεισόδιο έντασης που θα καταγράψει ακόμα ψηλότερες τιμές. Η απουσία του παγκόσμιου παραγωγικού βραχίονα όπως ήταν για δύο δεκαετίας η Κίνα αποτελεί πλήγμα για τη Δύση, που θα πρέπει τώρα να προγραμματίζει καλύτερα και να είναι έτοιμη να αντιμετωπίζει ελλείψεις σε περιόδους αυξημένης ζήτησης. Πάντα όμως το σκηνικό της ακρίβειας θα μας ακολουθεί αφού σύμφωνα με τα στοιχεία, η εξάρτηση της Ευρώπης σε πρώτες ύλες από την Κίνα είναι συντριπτική σε σημείο που να επηρεάζονται σημαντικές βιομηχανικές δραστηριότητες της Γηραιάς Ηπείρου όπως είναι η αυτοκινητοβιομηχανία. Τα επόμενα χρόνια, η Ευρώπη, αν θέλει να παραμείνει ανταγωνιστική, καλείται να χτίσει τη δική της αυτονομία και να διατηρήσει τα απαραίτητα αποθέματα για να μπορεί να ανταποκρίνεται στη ζήτηση των τοπικών αγορών αλλά και των εξαγωγών.
Η κατάσταση, όπως διαμορφώνεται, επιβάλλει στις κεντρικές τράπεζες να παραμένουν αφοσιωμένες στον έλεγχο του πληθωρισμού μέσα από τις πράξεις νομισματικής πολιτικής που λαμβάνονται και αφορούν στα βασικά επιτόκια που τους τελευταίους μήνες ακολουθούν ανοδική πορεία με πρωτόγνωρους ρυθμούς. Όμως, αυτό από μόνο του δεν μπορεί να είναι αρκετό και θα πρέπει να συνδράμει και η κυβερνητική πολιτική με αποφάσεις που θα οριοθετούν την οικονομία στα νέα δεδομένα. Οι εναλλακτικές που είναι διαθέσιμες και θα επιτρέψουν τη συνέχιση της απρόσκοπτης οικονομικής δραστηριότητας θα απαιτήσουν σημαντικές επενδύσεις. Πριν όμως από τις επενδύσεις θα πρέπει να γίνουν απαραίτητες μεταρρυθμίσεις που θα υποστηρίξουν αυτό που έρχεται και θα απομακρύνουν τους πολίτες από το παλιό. Οι αλλαγές αυτές συνήθως έρχονται με πολιτικό κόστος που θα πρέπει να αναληφθεί έγκαιρα για να δοθεί μια ώθηση προς τα εμπρός. Η αντίθετη κατεύθυνση, που είναι και η πιο πολιτικά βολική, περιλαμβάνει συνέχιση της επιδοματικής πολιτικής, αύξηση των κρατικών δαπανών και των ελλειμάτων και όλα αυτά σε ένα δυστοπικό περιβάλλον για την εξασφάλιση δανείων. Σε ένα κόσμο που αλλάζει ραγδαία, η ευθύνη όσων έχουν τις τύχες των πολλών στα χέρια τους, πολλαπλασιάζεται σε σχέση με πριν.