Του Απόστολου Κουρουπάκη
Απ’ ό,τι φαίνεται δύο είναι τα πιο δυσεπίλυτα προβλήματα της Κύπρου, το Κυπριακό και το Σχέδιο Θυμέλη, το σχέδιο που αφορά στην ανάπτυξη της θεατρικής τέχνης στη χώρα. Κάθε νέα τροποποίηση του Θυμέλη βρίσκει σφοδρές αντιδράσεις, από τα θέατρα, τις θεατρικές ομάδες, ανεξάρτητους καλλιτέχνες, και πάει λέγοντας.
Σίγουρα το «εμφυλιοπολεμικό» κλίμα που έχει δημιουργηθεί στον χώρο του θεάτρου δεν βοηθάει τα πράγματα να οδηγηθούν σε έναν συναινετικό δρόμο, στον οποίο θα πορευτεί εν ειρήνη το κυπριακό θέατρο, με το υφυπουργείο Πολιτισμού να αποτελεί το δίκτυο ασφαλείας του. Τα χρήματα είναι αυτά που είναι, με το ποσό να είναι αυξημένο για το 2024, και θα πρέπει να βρεθεί ο μαγικός τρόπος αυτά να διανεμηθούν δίκαια σε Θέατρα με μόνιμη στέγη, που έχουν συγκροτήσει την Ομοσπονδία Θεατρικών Φορέων (Σατιρικό, Θέατρο Ένα, ΕΘΑΛ, Θέατρο Σκάλα, Θέατρο Διόνυσος, Θέατρο Ανεμώνα), τις επαγγελματικές θεατρικές ομάδες (νεοσύστατες και μη) και τις επαγγελματικές άτυπες θεατρικές ομάδες.
Αυτή η μοιρασιά είναι διαχρονικά ένα κουίζ που κανείς φορέας, ο Θεατρικός Οργανισμός Κύπρου παλαιότερα και σήμερα το υφυπουργείο Πολιτισμού, δεν έχει καταφέρει να το λύσει, και να είναι με κάποιον τρόπο όλοι ευχαριστημένοι. Είναι επίσης βέβαιο πως το πρόβλημα δεν θα το λύσει η μία λειτουργός του υφυπουργείου Πολιτισμού.
Αγκάθι μεγάλο τα ανελαστικά έξοδα των μεγάλων θεατρικών φορέων, τα οποία τα αναγκάζουν να ζητάνε χρήματα προκειμένου να καλυφθούν έξοδα και χρέη που έχουν συσσωρευθεί και δυσκολεύουν κατά πολύ τη λειτουργία τους, για τα οποία το κράτος δίνει το ποσό των 20.000 ευρώ, εκτός της επιχορήγησης του σχεδίου Θυμέλη. Από την άλλη οι άλλες ομάδες, επαγγελματικές (νεοσύστατες και μη) και άτυπες, ζητούν να επιχορηγούνται με ποσά που θα είναι ικανά να εκπληρώσουν το όραμά τους.
Όμως, τα χρήματα που παίρνουν τα θέατρα/ομάδες σχεδόν ποτέ δεν φτάνουν, και άπαντες έχουν εν τέλει παράπονο και πάντοτε αναζητούνται λύσεις, αποδιοπομπαίοι τράγοι, και αντίπαλοι, χωρίς όμως να βρίσκεται εκείνη η χρυσή τομή που θα ικανοποιεί τη θεατρική κοινότητα της χώρας.
Σαφώς και τα θέατρα που συγκροτούν την Ομοσπονδία Θεατρικών Φορέων δεν είναι επιχειρήσεις, και όπως είπε και ο βουλευτής του ΑΚΕΛ Χρίστος Χριστοφίδης στην Επιτροπή Παιδείας την προηγούμενη εβδομάδα: «δεν είναι επιχειρήσεις να τα ρίξουμε στην κονίστρα του ανταγωνισμού κι όσα επιβιώσουν επιβίωσαν». Ωστόσο, από τη στιγμή που λειτουργούν με ταμείο, και έχουν ανελαστικά έξοδα, θα πρέπει να έχουν κατά νου πώς μπορούν να συνεχίσουν να λειτουργούν χωρίς να εμφανίζουν μεγάλη ζημία, και μάλιστα σε ένα δυστοπικό οικονομικό τοπίο, όπως το σημερινό. Ο ανταγωνισμός έρχεται όταν υπάρχει θεατρικό κοινό που θα πρέπει να το προσελκύσεις με την καλλιτεχνική πρόταση, όταν οι παραγωγές θα είναι τέτοιες που θα υπάρχει το δίλημμα για τον/τη θεατή/τρια πού να πάει.
Δεν γίνεται –μακάρι να υπήρχε η δυνατότητα– αυτά να αιμοδοτούνται συνεχώς από το κράτος. Είναι αδύνατον το κράτος να συντηρεί αενάως θεατρικές στέγες που δεν καταφέρνουν να ανατάξουν τα ταμεία τους. Όπως είναι αδύνατον το κράτος να χρηματοδοτεί οποιονδήποτε φορέα ή ομάδα ζητήσει χρήματα, απλώς γιατί έχει όραμα και όρεξη. Φυσικά και η όρεξη αλλά και η ιστορία και η προσφορά θα πρέπει να επιβραβεύονται, αλλά όχι χωρίς όριο και κανονισμούς, γιατί πολύ απλά τη Λευκωσία τη διαρρέει ο Πεδιαίος και όχι ο Πακτωλός.
Στοίχημα για την Πολιτεία (υπουργείο Παιδείας, υφυπουργείο Πολιτισμού, υπουργείο Εσωτερικών κ.ά.) και τους φορείς είναι η ανάπτυξη κοινού, ώστε μακροπρόθεσμα τα ταμεία των θεάτρων να μπορούν να υποστηρίξουν το όραμα των ανθρώπων τους και να συνεχίσουν να προσφέρουν στην κοινωνία.