Του Απόστολου Κουρουπάκη
Με χαρά διαβάζω πως η Λάρνακα αποκτά νέα Δημοτική Πινακοθήκη, η οποία θα στεγαστεί σε ένα από τα ιστορικά κτήρια της πόλης, γνωστό και ως η «Λέσχη με τα εφτά τζάκια» επί της Οδού Ζήνωνος Κιτιέως. Η νέα Πινακοθήκη θα ονομάζεται Δημοτική Πινακοθήκη Λάρνακας – Συλλογή Χριστοφόρου, μιας και η οικογένεια Χριστοφόρου θα παραχωρήσει έργα τέχνης προς τον Δήμο Λάρνακας προκειμένου να εμπλουτιστεί η συλλογή της Πινακοθήκης. Η Συλλογή Μαρίας και Χαράλαμπου Χριστοφόρου αποτελεί καρπό επίμοχθης συλλεκτικής προσπάθειας πολλών δεκαετιών και εξειδικεύεται σε Έλληνες καλλιτέχνες, ζωγράφους κυρίως, και πολύ λιγότερο χαράκτες. Σημειώνω πως στην Αραδίππου έχει δημιουργηθεί Μουσείου Χριστιανικής Τέχνης, με έργα της συλλογής της οικογένειας. Όπως ανέφερε ο κ. Χριστοφόρου «Τα έργα θεωρούνται ως μέλη της οικογένειας που χρειάζονται αγάπη, συντήρηση, προστασία. Η συνεχής μάθηση και ο συναισθηματικός δεσμός δεν τελειώνουν» και μόνο εύκολο δεν είναι λοιπόν να αποχωριστούν τα μέλη της οικογένειάς τους. Και όμως η Μαρία και ο Χαράλαμπος Χριστοφόρου το έκαναν και το ξανακάνουν και αυτό είναι άξιο συγχαρητηρίων για το ζεύγος Χριστοφόρου.
Τώρα η σκυτάλη και η ευθύνη περνάει στον Δήμο της Λάρνακας, για να αξιοποιήσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τη δωρεά τους και να προσφέρει στην πόλη της Λάρνακας πολιτιστικές υπηρεσίες υψηλού επιπέδου, που όμως θα πρέπει να αγκαλιάζουν συνολικά τους κατοίκους της πόλης και τους επισκέπτες της. Δεν μπορώ παρά να μην κάνω τον συνειρμό με το πώς δημιουργήθηκε η Δημοτική Βιβλιοθήκη Πινακοθήκη της Αμμοχώστου και ποιους στόχους είχε θέσει ο διευθυντής της Γ.Φ. Πιερίδης. Έγραφε το 1961 στο περιοδικό «Πνευματική Κύπρος»: «Η συλλογή μας Κυπρίων ζωγράφων, που πρέπει να καταρτισθεί με συμπάθεια αλλά και με περίσκεψη, παρέχει την δυνατότητα σχηματισμού μιας Πινακοθήκης η οποία ύστερα από λίγες δεκάδες χρόνια θα είναι αξιόλογη κατά τούτο: Θα παρουσιάζει την σύγχρονη κυπριακή ζωγραφική από το ξεκίνημά της σχεδόν, ξεκίνημα που δεν ανάγεται παλαιότερα από τις αρχές του αιώνα μας» και συμπλήρωνε: «εις το μέτρο των δυνατοτήτων μας συμβολή στην ενθάρρυνση της κίνησης γύρω από τη ζωγραφική και την αισθητική διαπαιδαγώγηση του κοινού σ’ αυτό τον τομέα». Δυστυχώς το όραμα του Πιερίδη διαλύθηκε τον Αύγουστο του 1974, όμως θεωρώ πως η πρότασή του για «συμβολή στην ενθάρρυνση της κίνησης γύρω από τη ζωγραφική και την αισθητική διαπαιδαγώγηση του κοινού σ’ αυτό τον τομέα» είναι ακόμα επιτακτική, όσο και έχουν περάσει πάνω από 60 χρόνια.
Και τολμώ να πω ότι η Λάρνακα αρχίζει να κινείται με ζέση σε σχέση με τον πολιτισμό. Φιλοξενεί την Μπιενάλε Λάρνακας, που βάζει την πόλη στον διεθνή εικαστικό χάρτη, με τη διοργάνωση να αναβαθμίζεται φορά με τη φορά. Υπάρχει το Ίδρυμα Φοίβου Σταυρίδη – Αρχεία Λάρνακας, το οποίο επιτελεί αξιοσημείωτο έργο και θα πρέπει να στηριχθεί ακόμη περισσότερο. Η Λάρνακα διαθέτει και το Μουσείο Πιερίδη, το οποίο έχει τις ποιότητες που του επιτρέπουν να διαδραματίσει μεγαλύτερο ρόλο στα πολιτιστικά πράγματα της πόλης. Αλλά και στην επαρχία της Λάρνακας λειτουργεί το Μουσείο Κώστα Αργυρού στον Μαζωτό, το Μουσείο Χριστιανικής Τέχνης, στην Αθηένου το Καλλινίκειο Δημοτικό Μουσείο Αθηένου, στα Λεύκαρα υπάρχει Παραδοσιακής Κεντητικής και Αργυροχοΐας και άλλα. Άρα υπάρχει ένα πολύ ενδιαφέρον δίκτυο το οποίο μπορεί να αποδειχθεί ο χρυσός μίτος για να βγει η πόλη και η επαρχία στο πολιτιστικό φως και ελπίζω ο Οργανισμός Λάρνακα 2030 να αξιοποιήσει ακόμη περισσότερο αυτές τις δυναμικές προς όφελος όλων.
Η νέα Πινακοθήκη που ανοίγει τις πόρτες της στο κοινό τη Δευτέρα, 22 Ιουλίου 2024 θα πρέπει να συνομιλεί απευθείας δημιουργικά με τη Δημοτική Πινακοθήκη Λάρνακας, που βρίσκεται στη Πλατεία Ευρώπης, αλλά και με τα άλλα πνευματικά ιδρύματα της πόλης και της επαρχίας, και γιατί όχι και με αυτά άλλων πόλεων. Αποδεικνύεται πως η Λάρνακα δεν έχει τίποτε να ζηλέψει, και αν θέλει να διαφοροποιηθεί από τις άλλες μεγάλες πόλεις μας ας συνεχίσει να επενδύει στον πολιτισμό, γιατί καλές και οι καθ’ ύψος αναπτύξεις, αλλά συνήθως αυτές κρύβουν το φως από τους πολλούς.