Του Απόστολου Κουρουπάκη
Πολλά λέγονται και γράφονται για τον πολιτισμό μας, τον οποίο διακαώς θέλουμε να σώσουμε, να περισώσουμε τέλος πάντων ό, τι έχει απομείνει, να τον ενισχύσουμε, να γίνουμε πιο εξωστρεφείς και πάρα πολλά άλλα. Στο τέλος όμως τι καταφέρνουμε; Κάναμε ποτέ απολογισμό για το αν πετυχαίνουμε τους στόχους που βάζουμε; Μάλλον λάθος, βάζουμε τα παραπάνω ως στόχους; Νομίζω πως όχι. Ξελαστιχώσαμε, κατά τη λαϊκή έκφραση και την έννοια του πολιτισμού και προχωράμε στην πεπατημένη. Πρόχειρα και τσάτρα-πάτρα, επενδύουμε τόσο πολύ χρόνο στο να οραματιζόμαστε πράγματα και όταν έλθει η ώρα να τα κάνουμε πράξη, έχουμε βαρεθεί και απλώς θέλουμε να τελειώνουμε.
Το παραπάνω αφορά και τους θεσμούς, πολιτιστικούς και μη, και τα πρόσωπα του πολιτισμού, εντός και εκτός εισαγωγικών. Και μέσα σε όλη αυτή την απογοήτευση, που εγώ τουλάχιστον νιώθω συχνά-πυκνά, έρχονται μερικά πράγματα που με κάνουν, έστω και στιγμιαία να αισιοδοξώ, όπως για παράδειγμα η ταινία μικρού μήκους της Τώνιας Μισιαλή «∆άφνη», η οποία βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους της ∆ράμας, με το βραβείο καλύτερης ερμηνείας (στη Νιόβη Χαραλάμπους), το βραβείο προσφοράς στην τέχνη του animation στον Γιώργο Τσαγγάρη από το διεθνές φεστιβάλ Animation της Ουγγαρίας Primanima, τη βράβευση της παράστασης «Μην πυροβολείτε τον χαρταετό» από το Θέατρο Αντίλογος ως η καλύτερη παράσταση στο ∆ιεθνές Φεστιβάλ Θεάτρου Μάλτεπε στην Κωνσταντινούπολη, τη συμμετοχή της Εύης ∆ημητρίου στο 25ο ∆ιεθνές Φεστιβάλ Χορού της Σεούλ στη Νότια Κορέα (SIDance 2022) με το έργο της «genes and tonic», με τις βραβεύσεις Κυπρίων συγγραφέων στην Ελλάδα κυρίως και άλλα που τώρα δεν μου έρχονται στο μυαλό και έρχομαι σε μια ισορροπία... Και λέω ότι τελικά κάτι κάνουμε, στο διεθνές σκηνικό μπορούμε να σταθούμε, αρκεί να πιστέψουμε ότι μπορούμε να το κάνουμε.
Πώς όμως η Πολιτεία τα κεφαλαιοποιεί όλα αυτά; Και όχι απαραίτητα το υφυπουργείο Πολιτισμού μόνο, αλλά ο κάθε φορέας της κράτους αυτού, που στο τέλος της ημέρας είναι «ακριβό στα πίτουρα και φτηνό στ’ αλεύρι και δεν μιλώ για τα οικονομικά μόνο.
Πώς αυτά τα κατορθώματα των δημιουργών μας γίνονται γνωστά, πώς αξιοποιούνται σε αυτό που λέμε πολιτιστική διπλωματία, την κανονική όμως πολιτιστική διπλωματία, όχι αυτή του θεαθήναι, που δυστυχώς κατακυριεύει τη χώρα. Πώς εντός των καλλιτεχνικών κοινοτήτων γίνονται παραδείγματα προς μίμηση, και όχι αφορμές για πολιτιστική μικροπολιτική, οι επιτυχίες;
Είναι ερωτήματα που μου έρχονται κάθε φορά που πάω, εγώ και ένας/μια δυο συνάδελφοι του λεγόμενου πολιτιστικού ρεπορτάζ –τόσοι είμαστε, μη νομίζετε– σε συνεντεύξεις Τύπου για λογής-λογής εκδηλώσεις, όπου συνήθως ακούς μεγαλοστομίες πολιτιστικές, χειροκροτήματα και ιαχές θαυμασμού, και μετά στο κατ’ ιδίαν προσγειώνεσαι σε μια ανώμαλη κατάσταση... και μαυρίζεις. Θα μου πείτε και τι περιμένεις να γίνει; Τι άλλο θα μπορούσε να γίνει; Κατ’ αρχάς θα έπρεπε όλοι και όλες να παίρναμε λίγο πιο στα σοβαρά την έννοια της καλλιτεχνικής δουλειάς, είτε είναι δική μας, είτε κάποιου ή κάποιας άλλης. Να την παίρναμε ως παράδειγμα του τι μπορεί να γίνει, και όχι να παραμένουμε στο «για την Κύπρο καλό είναι». Με λίγα λόγια, να μην είμαστε ούτε ηττοπαθείς, αλλά και ούτε απαξιωτικοί, να βλέπουμε τον καλύτερό μας και να θέλουμε να γίνουμε και εμείς καλύτεροι, να θέτουμε τον πήχη πιο ψηλά.
Η δε Πολιτεία θα πρέπει να έχει πάντοτε τα αφτιά της και τα μάτια της ανοικτά, για να μπορεί να υποστηρίζει με πρόγραμμα τις επιτυχίες μας στον διεθνή χώρο. Να μπορεί να εκπονήσει στοχευμένα προγράμματα χρηματοδότησης, που θα επιβραβεύουν εκείνες τις προσπάθειες που αναδεικνύουν διεθνώς την πολιτιστική μας δημιουργία.
Θα πρέπει, εν ολίγοις, θεσμοί, φορείς και πρόσωπα να γνωρίζουν πως η προχειρότητα και το κάνω για να κάνω ή το προτείνω απλώς για να προτείνω δεν θα περπατάει πια τόσο εύκολα. Η Πολιτεία έχει την υποχρέωση να στηρίζει τις καλές προσπάθειες, να στέκεται αρωγός σε ό, τι μπορεί να αυξήσει το πολιτιστικό και πολιτισμικό μας κεφάλαιο, αλλά και να αξιολογεί, και με αυστηρό τρόπο εκείνους/ες που έχουν βαθιά την πεποίθηση πως ό, τι και να κάνουν το κράτος θα πρέπει να επιχορηγεί, γιατί ο τόπος είναι μικρός και τα λεφτά λίγα. Σαφώς και χρειάζονται επιχορηγήσεις, σταθερή οικονομική στήριξη από το κράτος, αλλά από την άλλη χρειάζεται και σεβασμός στα λεφτά που δίνονται, ιδίως από τη στιγμή που η πολιτιστική αποκέντρωση είναι μια vague ιδέα!