Του Απόστολου Κουρουπάκη
Με αφορμή όσα έγιναν την περασμένη εβδομάδα στη Χλώρακα, και ενόσω βρισκόμουν στην άδεια πλατεία της κωμόπολης της Πάφου σκέφτηκα πως είναι δυνατόν εν έτει 2023 σε μία χώρα που έχει ζήσει τη βία εκ των έσω, που έχει υποστεί εισβολή και εσωτερική βίαιη μετακίνηση μεγάλου μέρους του πληθυσμού της να βλέπω σπασμένα τζάμια και να μαθαίνω πως μια γυναίκα με μωρά παιδιά από τη Συρία έφυγε προσωρινά για άλλο σπίτι, μέχρι να ηρεμήσουν τα πράγματα… Ηταν Τετάρτη 30 Αυγούστου, όταν πήγα στη Χλώρακα, και θυμήθηκα τον Δώρο Λοΐζου, που δολοφονήθηκε από αγνώστους Ε/κ, το 1974, ενώ η Τουρκία είχε εισβάλει στην Κύπρο και είχε εκτοπίσει χιλιάδες Ε/κ. Άραγε δεν ήξεραν αυτοί που δολοφόνησαν τον Δώρο Λοΐζου, με στόχο τον Βάσο Λυσσαρίδη, τι είχε φέρει στα χώματά τους τον τουρκικό στρατό; Λογικό είναι εκείνες τις μέρες του 1974 να μη θυμάται κανείς τι έγινε στα τ/κ χωριά τη δεκαετία κυρίως του 1960; Μετά, όμως κανείς δεν ήξερε τι έγινε στην Κύπρο; Ακόμα μετά από τόσα χρόνια κανείς δεν θυμάται τι έφερε πόνο και όπλων κλαγγή στο νησί της Αφροδίτης; Στη νήσο των Αγίων;
Μάλλον ποτέ κανείς δεν ήθελε να ξέρει… και τότε θυμήθηκα το βιβλίο ντοκουμέντο του Thore D. Hansen «Δεν θέλαμε να ξέρουμε. Η γραμματέας του Γκέμπελς αποκαλύπτει», που ανέβηκε και από την Alpha Square, σε σκηνοθεσία Ανδρέα Αραούζου, με τη Δέσποινα Μπεμπεδέλη, στον ρόλο της γραμματέως του Γκέμπελς Μπρουνχίλντε Πόμζελ. Γράφει ο Hansen στον πρόλογό του: «Μήπως ο φόβος, η άγνοια και η παθητικότητά μας ευθύνονται εν τέλει για την ενδυνάμωση της νέας Δεξιάς. Επί μερικές δεκαετίες υποθέταμε ότι το φάντασμα του φασισμού είχε ηττηθεί. Όμως η Μπρουνχίλντε Πόμζελ μάς καθιστά σαφές ότι αυτό δεν ισχύει […]»… Και όσο σκεφτόμουν τη φιγούρα της Πόμζελ θυμήθηκα το θεατρικό του Φέρντιναντ Μπρούκνερ «Η αρρώστια της νιότης», γραμμένο το 1926, που ανέβασε και ο ΘΟΚ, σε σκηνοθεσία Αλίκης Δανέζη-Κνούτσερ… και πώς η άγνοια, η υπεροψία, η απελπισία από τη σκληρή καθημερινότητα θρέφει ύπουλα το τέρας που κρύβουμε μέσα μας, όλοι μας ή οι περισσότεροι από εμάς… Που μας ψιθυρίζει ότι καλό είναι να μην ξέρουμε… και να μην το πολυψάχνουμε.
Σκεφτόμουν επίσης και τον πόνο των Μικρασιατών, που εκείνες τις μέρες πραγματοποίησαν τη μεγάλη Έξοδό τους… Πόνος, απελπισία, φόβος, εκμετάλλευση και στο βάθος μικροπολιτικές από πολιτικάντηδες της οκάς, που μοιάζουν να έχουν σταματήσει να σκέφτονται… Πολιτικοί που έφτιαχναν και συνεχίζουν να κάνουν καριέρες πάνω στον φόβο και στην απελπισία… Πώς το λέει ο Κώστας Καρυωτάκης στο ποίημά του «Υποθήκαι»: «Όταν οι άνθρωποι θέλουν το κακό, του δίνουν όψη ν’ αρέσει. / Του δίνουν λόγια χρυσά, που νικούν με την πειθώ, με το ψέμα, όταν [οι] άνθρωποι διαφιλονικούν τη σάρκα σου και το αίμα».
Στοίβαζαν ανθρώπους με τον σωρό σε συγκρότημα κατοικιών, κανείς δεν ήξερε πως όταν βάζεις ανθρώπους επί ανθρώπων θα σταματήσουν να είναι άνθρωποι. Δικηγόροι, μεγαλοϊδιοκτήτες, πολιτικοί, τοπικοί αξιωματούχοι, υπουργοί και άνθρωποι της ελίτ, κανείς δεν ήξερε πως δεν είναι ανθρώπινο να αφήνεις ανθρώπους να ζουν στην κακομοιριά… Κανείς δεν ήξερε άραγε πως η κατάσταση αυτή είναι απλή φυσική, «δράση-αντίδραση»; Τάιζαν τους κατοίκους χολή και όξος, γιατί αυτό άμελγαν από τους καταραμένους του St. Nicolas, και έντυναν τις λέξεις τους με ψέματα, με υποσχέσεις… Κανείς δεν ήξερε ότι η κατάσταση στη Χλώρακα ομοιάζει με χύτρα ταχύτητας; Και πως αν η πίεση μέσα στη χύτρα ταχύτητας αυξάνεται συνεχώς χωρίς να εκτονώνεται υπάρχει άμεσος κίνδυνος έκρηξης και αυτό φυσική είναι, αλλά και απλή λογική, δεν είναι θεογνωσία που έλεγε και ο πατέρας μου.
Είναι κατάρα να είσαι από τους καταραμένους της γης, να μην ξέρεις πού πατάς και πού βρίσκεσαι και να εξαρτάσαι από αυτόκλητους σωτήρες, δικούς σου και ξένους.
Δύσκολη η εξίσωση του μεταναστευτικού/προσφυγικού, δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις, υπάρχουν όμως λογικές σκέψεις. Μία είναι πως αν σπέρνεις ανέμους θερίζεις θύελλες. Πόσα χρόνια ήταν απών το κράτος από τη Χλώρακα; Πόσα χρόνια αφηνόταν η κατάσταση να πηγαίνει στο μη περαιτέρω; Γιατί ενώ έπρεπε να εφαρμοστούν διατάγματα της Επάρχου Πάφου αυτά δεν εκτελούντο; Γιατί το κράτος έπαιξε τον ρόλο του Κράτους και της Βίας στον «Προμηθέα Δεσμώτη»;
Έσπειραν φόβο, τον έντυσαν με ωραία λόγια, και μετά απορούμε γιατί θερίζουμε θύελλες; Και για να είμαστε ειλικρινείς, ο πολιτισμός, το θέατρο στην έκανε τη δουλειά του, πόσοι πήγαμε και χειροκροτήσαμε τη Δέσποινα Μπεμπεδέλη, τον Ανδρέα Τσέλεπο, τη Νιόβη Χαραλάμπους στις παραστάσεις τους… μάθαμε τίποτε; Σκεφτήκαμε άραγε τι έλεγαν αυτά τα έργα;
Ας προσπαθήσουμε λίγο να αναπτύξουμε τα αντανακλαστικά μας και να αντισταθούμε σε όσα μας σερβίρουν οι πολιτικοί και η κάθε ελίτ, οποιασδήποτε πολιτικής απόχρωσης, ουδείς αθώος του αίματος.