Η πρόσφατη απόφαση του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας και της κυβέρνησής του να εισαγάγουν εθελοντικές πολιτικές τόσο για την αποποίηση της διπλής σύνταξης των αξιωματούχων όσο και για τη στράτευση των γυναικών εγείρει σοβαρά ερωτήματα σχετικά με την ουσία της πολιτικής ηγεσίας και τη λειτουργία της δημοκρατίας στη χώρα.
Αρχικά, η εθελουσία αποποίηση της διπλής σύνταξης μπορεί να θεωρηθεί ως ένα βήμα προς την ηθική αναγνώριση της ανάγκης για περιορισμό προνομίων που πλήττουν τη δικαιοσύνη και τη διαφάνεια στον δημόσιο βίο. Ωστόσο, η εθελοντική φύση της απόφασης υπονομεύει τον πυρήνα της επιδιωκόμενης αλλαγής. Αντί να θεσμοθετεί ένα καθολικό και δεσμευτικό μέτρο που θα εξασφάλιζε την ίση μεταχείριση όλων των αξιωματούχων, η κυβέρνηση αφήνει στα ίδια τα φυσικά πρόσωπα την επιλογή εάν θα συμμορφωθούν ή όχι. Αυτή η προσέγγιση, αντί να προάγει τη διαφάνεια και τη λογοδοσία, μεταφέρει και εκχωρεί κατ ουσίαν την ευθύνη από το κράτος στους πολίτες ή τους δημόσιους λειτουργούς, δημιουργώντας έτσι αίσθηση ότι αποφεύγεται η λήψη ισχυρών αλλά και ευαίσθητων αποφάσεων.
Η ίδια κριτική και αξιολόγηση μπορεί να ασκηθεί και αντίστοιχα προκύψει και στην περίπτωση της εθελουσίας στράτευσης των γυναικών. Αντί να εξαγγείλει και ανακοινώσει ο πρόεδρος ένα σαφές και νομικά δεσμευτικό πλαίσιο που να προωθεί τη συμμετοχή των γυναικών στις ένοπλες δυνάμεις, αφήνεται η απόφαση στα χέρια των ίδιων των πολιτών. Αυτή η επιλογή μπορεί να ερμηνευτεί ως αδυναμία ανάληψης της πολιτικής ευθύνης για έναν ευρύτερο και πιο ισορροπημένο κοινωνικό διάλογο γύρω από τη στρατιωτική θητεία και την ισότητα των φύλων, αλλά πολύ πιο σημαντικά σχετικά με την εθνική αναγκαιότητα μιας τέτοιας απόφασης .
Και στα δύο θέματα, παρατηρείται ένα κοινό μοτίβο: η αποφυγή της άμεσης ευθύνης από την πλευρά της κυβέρνησης. Αντί να αναλάβει το βάρος της πολιτικής απόφασης, η κυβέρνηση εκχωρεί ουσιαστικά αυτήν την ευθύνη στους ίδιους τους πολίτες. Αυτό εγείρει το ερώτημα κατά πόσον αυτή η πρακτική αποτελεί ένδειξη ενός είδους «συμμετοχικής δημοκρατίας» ή εάν απλώς αποτελεί απόδειξη της αδυναμίας του πτδ και της κυβέρνησης να λάβουν δύσκολες αποφάσεις.
Σε ένα πραγματικό συμμετοχικό δημοκρατικό πλαίσιο, η συμμετοχή των πολιτών στη διαδικασία λήψης αποφάσεων είναι συνειδητή, δομημένη και προϋποθέτει διάλογο και διαβούλευση. Η κυβέρνηση οφείλει να λαμβάνει υπόψη τις απόψεις των πολιτών, αλλά και να αναλαμβάνει την ευθύνη για τη διαμόρφωση και εφαρμογή πολιτικών. Αντίθετα, η συγκεκριμένη προσέγγιση μπορεί να θεωρηθεί περισσότερο ως μετατόπιση της ευθύνης και λιγότερο ως δημοκρατικός διάλογος. Σε τελική ανάλυση, η αποτυχία της κυβέρνησης να λάβει σαφείς και αποφασιστικές θέσεις μπορεί να δημιουργήσει το αίσθημα ότι οι πολιτικοί αποφεύγουν τις δύσκολες αποφάσεις και μετακυλούν το βάρος στους πολίτες, κάτω από το πέπλο της δήθεν συμμετοχικότητας στο γίγνεσθαι.
Με σεβασμό, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι αυτή η προσέγγιση της «εθελούσιας δράσης» δεν είναι ταυτόσημη με τη συμμετοχική δημοκρατία, αλλά μάλλον μια μορφή πολιτικής αδράνειας. Ο ρόλος της κυβέρνησης δεν είναι απλώς να ακούει τους πολίτες, αλλά να αναλαμβάνει την ευθύνη για τις πολιτικές αποφάσεις που θα διασφαλίσουν τη δικαιοσύνη και την ισότητα.
Επιπλέον, αυτή η προσέγγιση ενισχύει τη δημιουργία και διατήρηση ενός περιβάλλοντος που διακρίνει τους πολίτες σε διαφορετικές κατηγορίες, οδηγώντας σε μια κοινωνία δύο ή τριών ταχυτήτων. Αυτή η διαδικασία καλλιεργεί έναν διαχωρισμό ανάμεσα σε "καλούς" και "κακούς" πολίτες, μια συνθήκη που όχι μόνο δεν συμβάλλει στη διαμόρφωση υγιών κοινωνικών σχέσεων, αλλά αντιθέτως, υπονομεύει τη συνοχή και την ισότητα στην κοινωνία.
Η διαμόρφωση πολιτικών είναι η ουσία της ηγεσίας και η επιλογή της εθελουσίας συμμετοχής σε κρίσιμα ζητήματα υπονομεύει την ίδια την έννοια της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.