
Οι συναντήσεις των ηγετών της ελληνοκυπριακής και της τουρκοκυπριακής κοινότητας, όπως και των διαπραγματευτών τους, επικεντρώνονται αυτή την περίοδο σε ΜΟΕ (Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης), με ιδιαίτερη προβολή να δίνεται στο θέμα διάνοιξης νέων οδοφραγμάτων. Ελλείψει κοινής βάσης έναρξης συνομιλίων για συνολική διευθέτηση του Κυπριακού, στο παρόν στάδιο τουλάχιστον, είναι κατανοητό οι δύο πλευρές να συνομιλούν περισσότερο για ΜΟΕ. Την ίδια στιγμή είναι σημαντικό τα ΜΟΕ που προωθούν να μην είναι απλά επιφανειακά και συμβολικά, άλλα να στηρίζουν ουσιαστικά τις τοπικές κοινωνίες πολιτών. Η διάνοιξη οδοφραγμάτων έχει βεβαίως τη σημασία της για λόγους που έχουν ήδη αναπτύξει οι δύο πλευρές καθώς και οι επηρεαζόμενες τοπικές κοινότητες. Ένα άλλο θέμα που θεωρώ καλό να απασχολήσει ευρύτερα ως ΜΟΕ είναι τα στρατιωτικοποιημένα και ερημωμένα χωριά, ένθεν και ένθεν της διαχωριστικής γραμμής.
Πρόσφατα σε συνάντηση των εκπροσώπων της μαρωνίτικης κοινότητας με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας τέθηκε το ζήτημα της επανεγκατάστασης των εκτοπισμένων Μαρωνιτών στην Αγία Μαρίνα και τον Ασώματο στο βόρειο τμήμα της Κύπρου. Σωστά ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας το έθεσε στη συνάντησή του με τον Τουρκοκύπριο ηγέτη στις 2 Απριλίου 2025. Και τα δύο αυτά κατεχόμενα χωριά λειτουργούν ως στρατόπεδα και η επιστροφή τους, πέραν από την «ενόχληση» του τουρκικού στρατού που θα πρέπει να μεταφερθεί αλλού, δεν θα δημιουργούσε κάποια κοινωνικο-οικονομικά προβλήματα μετεγκατάστασης στην τουρκοκυπριακή πλευρά. Την ίδια στιγμή, θα πρόσφερε υπαρξιακή στήριξη και μια μορφή μεταβατικής δικαιοσύνης στη μαρωνίτικη κοινότητα πενήντα χρόνια μετά την εισβολή. Πόσο μάλλον, που αυτή παρουσιάστηκε και ως πρόταση της τουρκοκυπριακής πλευράς από την περίοδο της ηγεσίας Έρογλου και με διαπραγματευτή τον Οζερσάι, και μάλιστα ως μονομερές ΜΟΕ που συζητήθηκε και διαφημίστηκε πολύ αλλά ποτέ δεν εφαρμόστηκε.
Υπάρχουν όμως παρόμοιες περιπτώσεις που δεν συζητούνται καν και που έχουν αφεθεί να επιλυθούν, λανθασμένα κατά την άποψή μου, με τη συνολική διευθέτηση του Κυπριακού. Μια τέτοια περίπτωση είναι τα τρία ε/κ χωριά, που βρίσκονται εντός της Νεκρής Ζώνης –τα Βαρίσια, ο Άγιος Νικόλαος και ο Άγιος Γεώργιος Σολέας– όπως και το τ/κ χωριό Πετροφάνι, το οποίο επίσης βρίσκεται εντός της Νεκρής Ζώνης. Σε σχέση με τα Βαρίσια, έχει σταλεί επίσημο αίτημα από την κοινότητα στην ΟΥΝΦΙΚΥΠ από το 2019 και η απάντηση της ΟΥΝΦΙΚΥΠ ανέφερε ότι το αίτημα δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί «στο παρόν στάδιο». Δηλαδή επί της αρχής θα μπορούσε να γίνει. Του θέματος επιλήφθηκε το υπουργείο Εξωτερικών χωρίς, εξ όσων τουλάχιστον γνωρίζω, κάποιο αποτέλεσμα.
Κρίνω ότι δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο εγχείρημα και σίγουρα ευκολότερο από τα δύο μαρωνίτικα χωριά. Πέραν της επίσημης στήριξης από τις δύο πλευρές που θα χρειαστεί, θα ήταν κάτι που σε μεγάλο βαθμό θα μπορούσε να σπρώξει και να πάρει την ευθύνη η ΟΥΝΦΙΚΥΠ, αφού διατηρεί τον έλεγχο δραστηριοποιήσεων εντός της Νεκρής Ζώνης. Υπάρχει επίσης και η εξουσιοδότηση του Ψηφίσματος 186 (1964) του Συμβουλίου Ασφαλείας για την ΟΥΝΦΙΚΥΠ – «όπου κριθεί αναγκαίο, να συμβάλει στη διατήρηση και την αποκατάσταση της έννομης τάξης και την επιστροφή στις κανονικές συνθήκες». Το τραγικά ειρωνικό είναι ότι αντί να θέτουμε επιτακτικά την επιστροφή των εκτοπισμένων στα εν λόγω χωριά ως ένα ΜΟΕ που έχει ήδη καθυστερήσει, φαίνεται ότι εμείς οι ίδιοι τα έχουμε σχεδόν ξεγράψει. Η ιστοσελίδα της Ένωσης Κοινοτήτων Κύπρου τα κατατάσσει στην κατηγορία των κατεχόμενων χωριών της Επαρχίας Λευκωσίας.
Υπάρχουν φυσικά και πολλά άλλα ε/κ και τ/κ χωριά εκτός της Νεκρής Ζώνης που είναι σε παρόμοια κατάσταση διάλυσης και τείνουν να σβηστούν από τον χάρτη ή που χρησιμοποιούνται ως κτηνοτροφικοί χώροι εστίασης ή για νυκτερινά πάρτι ή ως στρατώνες. Σίγουρα είναι πιο σύνθετα αυτά τα ζητήματα εκτός της Νεκρής Ζώνης, τα οποία θα έπρεπε όμως να μας απασχολούν περισσότερο στον βαθμό που μας ενδιαφέρει η οικοδόμηση εμπιστοσύνης, η επανασύνδεση των ανθρώπων με τον τόπο τους και με την πολιτιστική τους κληρονομιά. Δηλαδή, θα μπορούσε να γίνει κατ’ αρχήν μια χαρτογράφηση των χώρων αυτών, να καταγραφούν από κοινού το στάτους και τα τεχνικά προβλήματα που υφίστανται, και να βρεθούν προσωρινές ή μόνιμες θεραπείες για επανασύνδεση των κοινοτήτων με τον τόπο τους. Είναι σημαντικό σε αυτή τη νέα περίοδο κινητικότητας, και εφόσον οι προσδοκίες συνολικής διευθέτησης παραμένουν χαμηλές, να τεθούν άμεσα αυτά τα ζητήματα, να αναλωθεί διπλωματικός χρόνος, και να δοκιμαστεί η εφευρετικότητα, η ευελιξία και η πολιτική βούληση των δύο πλευρών. Ακόμη και στο τέλος να μη βρεθούν λύσεις, να τεθούν τουλάχιστον στην ατζέντα και να συζητηθούν δημόσια, αντί να αφήνονται αυτοί οι χώροι και οι κοινότητές τους στη λήθη και τον αφανισμό των τετελεσμένων.
Ο κ. Κώστας Κωνσταντίνου είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Κύπρου.