Αναμφίβολα, ζούμε στην εποχή της πληροφορίας. Η τεχνολογία έχει φέρει επανάσταση στον τρόπο με τον οποίο παράγεται, διαχέεται, αλλά και καταναλώνεται η πληροφορία. Η πρόσβαση σε τεράστιο όγκο δεδομένων είναι άμεση και συνεχής με το διαδίκτυο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης να διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο.
Ωστόσο, σε αυτήν την ταχύτατη και αλματώδη τεχνολογική εξέλιξη, παρατηρείται άνοδος του φαινομένου του λαϊκισμού. Έχει χυθεί αρκετό «μελάνι» για τις προκλήσεις και τις ευκαιρίες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης στη μετανεωτερική εποχή, και ειδικότερα στη διαμεσολαβούμενη πολιτική επικοινωνία. Τόσο για το αν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αποτελούν πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη λαϊκιστικών αφηγημάτων και σχημάτων, όσο και για τον βαθμό στον οποίο επηρεάζουν την πολιτική συνείδηση των πολιτών.
Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο διαβουλεύεται στο Στρασβούργο για νέες ρυθμίσεις σχετικά με τις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης. Συγκεκριμένα, δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στην προστασία της δημοκρατίας και της ελευθερίας στο διαδίκτυο. Δυστυχώς, οι περισσότεροι από εμάς έχουμε γίνει μάρτυρες της ενίσχυσης των φαινομένων παραπληροφόρησης και διάδοσης «ψευδών ειδήσεων» (“fake news”) από αμφιλεγόμενους παράγοντες, οι οποίοι ενισχύουν τις συγκρουσιακές συζητήσεις και ενθαρρύνουν τη διαδικτυακή κακοποίηση.
Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, επιτρέπουν την άμεση και ανεμπόδιστη διάδοση πληροφοριών, δίνοντας στους χρήστες τη δυνατότητα να αλληλοεπιδρούν, να εκφράζουν τις απόψεις τους και να συμμετέχουν, μεταξύ άλλων, σε πολιτικές συζητήσεις και την ευρύτερη δημοκρατική διαδικασία. Ως εκ τούτου, έχει τεθεί το ζήτημα τόσο σε πολιτικό όσο και σε ακαδημαϊκό επίπεδο για τη δημιουργία (εθνικών ή ευρωπαϊκών) διαδικτυακών δημόσιων σφαιρών. Η εξέλιξη αυτή έχει οδηγήσει σε μια περαιτέρω «δημοκρατικοποίηση» της πληροφορίας, όπου κάθε χρήστης/-στρια μπορεί να λειτουργήσει τόσο ως πομπός όσο και ως δέκτης ειδήσεων. Σύμφωνα με την Eurostat, το 2023, το 83% του πληθυσμού της Κύπρου συμμετείχε σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Το ποσοστό αυτό είναι αρκετά υψηλό, σε σύγκριση με το μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ανέρχεται στο 59%. Ωστόσο, ιδιαίτερα ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι οι Κύπριοι φαίνεται να είναι ενδεχομένως ευάλωτοι στις «ψευδείς ειδήσεις», καθώς μόνο ένας στους δέκα προσπαθεί να επαληθεύει τις πληροφορίες που βλέπει στο διαδίκτυο.
Επιστρέφοντας στην ανάδυση του λαϊκισμού ως πολιτικού φαινομένου, παρατηρούμε ότι ο λαϊκίστικος λόγος συχνά επιστρατεύει την επίκληση στο συναίσθημα, δημιουργώντας ένα κλίμα διχασμού. Ο τρόπος με τον οποίο λειτουργούν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, φαίνεται να διευκολύνει την εξάπλωση λαϊκίστικων ιδεών και απόψεων. Οι αλγόριθμοι αυτών των πλατφορμών τείνουν να προωθούν περιεχόμενο που προκαλεί έντονες συναισθηματικές αντιδράσεις, όπως ο θυμός ή ο φόβος. Αυτό με τη σειρά του συμβάλει στην ανάπτυξη λαϊκίστικων κινημάτων, καθώς τα υπεραπλουστευμένα και συναισθηματικά φορτισμένα μηνύματα έχουν μεγαλύτερη απήχηση και ως εκ τούτου διαδίδονται ευκολότερα. Ταυτόχρονα, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δυστυχώς παρέχουν πρόσφορο έδαφος για την εξάπλωση ψευδών πληροφοριών, καθώς η επαλήθευση και ο έλεγχος των πηγών συχνά απουσιάζουν.
Η εκτεταμένη έκθεση σε λαϊκίστικες ιδέες, μπορεί να επηρεάσει την πολιτική συνείδηση των πολιτών. «Εγκλωβισμένοι» μέσα σε ένα κυκεώνα φιλτραρισμένης πληροφορίας, οι χρήστες τείνουν να διαμορφώνουν τις απόψεις τους, ερχόμενοι σε επαφή μόνο με πληροφορίες και απόψεις που επιβεβαιώνουν τις δικές τους πεποιθήσεις. Αυτό μπορεί να οδηγήσει τις κοινωνίες σε συνθήκες πόλωσης, ενισχύοντας τον διαχωρισμό μεταξύ διαφορετικών πολιτικών ομάδων.
Συνοψίζοντας, η άνοδος του λαϊκισμού στην εποχή της πληροφορίας είναι ένα πολυδιάστατο φαινόμενο, στο οποίο τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο. Αναμφίβολα, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης προσφέρουν ευκαιρίες για δημοκρατική συμμετοχή και ελεύθερη έκφραση, ταυτόχρονα όμως μπορούν να συνδράμουν στην εξάπλωση λαϊκίστικων ιδεών και παραπληροφόρησης. Για να αντιμετωπιστεί αυτό το φαινόμενο, απαιτείται μεγαλύτερη εγρήγορση από τους πολίτες, καλύτερη εκπαίδευση στα μέσα επικοινωνίας και, ίσως, αυστηρότεροι κανονισμοί για τον έλεγχο της παραπληροφόρησης. Πάντοτε όμως στο πλαίσιο προστασίας του θεμελιώδους δικαιώματος ελευθερίας της έκφρασης και της πληροφόρησης.
*Η Μαργαρίτα Καϊμακλιώτη είναι Πολιτικός Επιστήμονας, αναπληρώτρια Γραμματέας Διεθνών Σχέσεων του Δημοκρατικού Συναγερμού και μέλος του Εκτελεστικού Συμβουλίου του Ινστιτούτου Γλαύκος Κληρίδης