ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...

Οι δασμοί ως μετατόπιση

Του ΜΙΧΑΛΗ ΠΕΡΣΙΑΝΗ

Το δεξί χουκ που έριξε η κυβέρνηση Τραμπ στο παγκόσμιο εμπόριο έφερε ήδη τα πρώτα παραπατήματα της παγκόσμιας οικονομίας, ενώ πολλοί οικονομολόγοι ακόμα προσπαθούν να κατανοήσουν τη λογική πίσω από τα νέα μέτρα. Δεν θα τα καταφέρουν: Η εξήγηση βρίσκεται αποκλειστικά σε χώρους εκτός των οικονομικών, και συγκεκριμένα στον χώρο της επιχειρηματικότητας. Και, η επιχειρηματικότητα σχετίζεται με τα οικονομικά, περίπου όσο σχετίζεται και η αεροναυπηγική με τη γεωπονία.

Η νέα διακυβέρνηση στις ΗΠΑ δεν αποτελεί νέο φαινόμενο, παρόλο ότι ένα σύστημα με ισχυρές προεδρικές εξουσίες και μια κοινωνία με βαθιά ρήγματα και πολωμένους ψηφοφόρους, έχουν καταστήσει το παράδειγμα πιο έντονο και πιο βίαιο από άλλες περιπτώσεις.

Στο βάθος του, το νέο ιστορικά σημαντικό επεισόδιο στην παγκόσμια οικονομία, δεν αποτελεί παρά την ωρίμανση τάσεων που είχαν προ πολλού γίνει ορατές: Η ενίσχυση των ακραίων θέσεων στις κοινωνίες μας, η απομάκρυνση των ψηφοφόρων από το ηπιότερο κέντρο, η υπερίσχυση του συναισθήματος σε βάρος της νηφάλιας ανάλυσης. Πάνω από όλα, όμως, η διάθεση για να δοκιμαστεί κάτι νέο, να επιλεγεί το «αντισυστημικό» έναντι ενός συστήματος που δεν εξυπηρετεί πλέον τον μέσο πολίτη, έστω κι αν «το νέο» στερείται θεωρητικής βάσης ή ιστορικής δικαίωσης.

Αυτό που είδαμε στο Liberation Day ήταν το αποκορύφωμα «του αντισυστημικού» που αναζητούν πολίτες και ψηφοφόροι. Και, ως αντισυστημικό, αντανακλά τιςμεγάλες μετατοπίσεις της εποχής μας.

Πρώτο, μετατοπίζεται η διαδικασία άσκησης πολιτικής, από τη θεωρητική της βάση, στην εμπειρική. Είναι η νίκη του επιχειρείν σε βάρος των οικονομικών, βασισμένο στην ιδέα πως, αυτό που συμφέρει πολλές από τις επιχειρήσεις, είναι εξ ορισμού και καλό για το σύνολο της οικονομίας. Μια επιχείρηση μπορεί, στην απουσία ανταγωνιστικών εισαγωγών, να επεκταθεί. Το ίδιο όμως δεν συμβαίνει και με την οικονομία στο σύνολό της.

Μια οικονομία που προσελκύει αυξημένες ξένες επενδύσεις, θα βιώσει και αυξημένο εμπορικό έλλειμμα, εκτός κι αν «πειραματιστεί» με ακόμα πιο ακραίο τρόπο η κεντρική τράπεζα της χώρας, επιτρέποντας είτε πληθωρισμό, είτε ανατίμηση. (Ή αν είναι μικρό μέλος της ζώνης του ευρώ και δεν επηρεάζει τη νομισματική ισοτιμία).

Το δεδομένο ότι οι κινήσεις Τραμπ, για να πετύχουν, απαιτούν υποτίμηση του δολαρίου, αλλά δημιουργούν ισχυρά κίνητρα για τη Fed να στηρίξει το δολάριο, προϊδεάζει για την επόμενη, μεγάλη κόντρα εντός των ΗΠΑ, η οποία πιθανότατα να οδηγήσει σε συνταγματική κρίση. Αυτό το επεισόδιο, το αναμένουμε με μεγάλο ενδιαφέρον σε μια ρεβάνς του μεσοπολέμου. Επιπλέον, μια υποτίμηση που θα ενισχύσει τις εξαγωγές σε βάρος των εισαγωγών, θα λειτουργήσει επίσης αποτρεπτικά προς τις ΑΞΕ, την ώρα μάλιστα που η μεγάλη αβεβαιότητα που αποπνέει η νέα κυβέρνηση των ΗΠΑ, θα αποτελεί επιπλέον αντικίνητρο για ξένες επενδύσεις, όλων των ειδών.

Δεύτερο, μετατοπίζεται το οικονομικό κέντρο βάρους, από τη χρηματαγορά, πίσω στη μεταποίηση. Είναι μια προσπάθεια να εξυπηρετηθούν εκείνα τα δημογραφικά της χώρας των οποίων οι ελπίδες δεν δικαιώθηκαν από τη γενική συμπεριφορά των χρηματαγορών τις τελευταίες δεκαετίες, με αποτέλεσμα να καταρρεύσει ο αμερικανικός μύθος πως όσοι εργάζονται σκληρά, αναπόφευκτα ευημερούν.

Η πρόθεση να εξυπηρετηθεί «το παζάρι» αντί για «τις αγορές» και τους επενδυτές, είναι πλέον δεδηλωμένη. Η επιδεικτική αδιαφορία του Ντόναλντ Τραμπ για «τη Wall Street» και η έμφαση υπέρ της μεταποίησης (ιδίως σε πολιτείες οι οποίες κινήθηκαν από τη δημοκρατική στη ρεπουμπλικανική ψήφο, δίνοντάς του σε μεγάλο βαθμό την προεδρία) αντικατοπτρίζει μια άλλη πραγματικότητα: Τα χρηματιστήρια έχουν καταστεί μαγνήτης για την αποστροφή των ψηφοφόρων. Αυτό οφείλεται μεν στο γεγονός ότι έχουν πάψει να εξυπηρετούν την πραγματική οικονομία (κάτι που είναι η βασική τους αποστολή) και δημιουργούν πλούτο με μεγάλο ρίσκο, το οποίο τελικά επωμίζεται ο απλός πολίτης. Αντί για μεταρρύθμιση, όμως, αυτό που βλέπουμε είναι ένα κτύπημα το οποίο καταστρέφει –κι εδώ είναι η ειρωνεία– πρωτίστως τις συντάξεις εκατομμυρίων ατόμων, κυρίως Αμερικανών. Αν δεν αντιστραφεί αυτή η τάση, το πρόβλημα της γήρανσης καθίσταται ακόμα πιο δυσεπίλυτο, ιδίως αν η αντιστροφή των μεταναστευτικών ροών συνεχιστεί στις ΗΠΑ.

Η διάλυση της μεσαίας τάξης και η στροφή της προσοχής στα δύο άκρα της διανομής του πλούτου είναι μια άλλη ένταση, η οποία πλέον εντείνεται και θα έχει πολιτικές προεκτάσεις που επίσης θυμίζουν τον μεσοπόλεμο.

Η νέα τάξη πραγμάτων αποτελεί το αποκορύφωμα της αποτυχίας των εδραιωμένων πρακτικών, οι οποίες μπροστά στις μεγάλες προκλήσεις της εποχής, όπου η κοινωνία, η τεχνολογία και οι προτιμήσεις έχουν αλλάξει, δεν μπόρεσαν να μεταρρυθμιστούν για να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των πολιτών. Η προτίμηση για το «αντισυστημικό» προκύπτει από αυτή την απελπισία των πολιτών, η οποία στην περίπτωση των ΗΠΑ εκφράζεται στο σύνθημα «MAGA»: ένα εξ ορισμού καταθλιπτικό σύνθημα καθώς αποτελεί αναγνώριση της παρακμής και έκφραση απελπισίας.

Και, με την ψευδοεπαναστατική κίνηση των ψηφοφόρων να επιλέξουν το «άλλο», το αντισυστημικό, η παγκόσμια οικονομία μπαίνει σε μια φάση κρίσεως. Όπως όλες τις άλλες οικονομικές κρίσεις στην ιστορία, είναι και αυτή θεμελιωδώς πολιτική, αφού η ρίζα των προβλημάτων εντοπίζεται στην πολιτική και στις πολιτικές που ακολουθούνται, περιλαμβανομένης και της εποπτείας.

Σήμερα, οι αντιφάσεις πολιτικής στις ΗΠΑ είναι τόσο έντονες που δύσκολα μπορεί να εντοπιστεί οικονομοτεχνική εξήγηση των κινήσεων που παρακολουθούμε. Το δολάριο υποτιμάται για να ανατιμηθεί, το χρέος αυξάνεται για να μειωθεί και οι αγορές συμπιέζονται για να πλουτίσει ο μικρός επενδυτής. Την ίδια ώρα, δημιουργούνται κίνητρα για ΑΞΕ στις ΗΠΑ με στόχο τη μείωση του εμπορικού ελλείματος (sic), μετατοπίζονται θέσεις εργασίας για να αυξηθεί η απασχόληση και ενισχύεται η μεταποίηση για να ενισχυθεί ο εθνικός πλούτος των ΗΠΑ. Πάνω από όλα, η χώρα εγκαταλείπει τα κεντρικά χαρακτηριστικά της προβολής ισχύος μιας υπερδύναμης, για να εδραιώσει τη λογική πως είναι υπερδύναμη.

Το βασικό πρόβλημα, όμως, είναι πως ο στόχος των υγιών δημόσιων οικονομικών ουδέποτε εξυπηρετήθηκε όταν ήταν αυτοσκοπός. Αντίθετα, αποτελεί απότοκο μιας υγιούς οικονομικής πολιτικής, σε συνδυασμό με συνετή διαχείριση των δαπανών. Οι φόροι, όταν ιστορικά αποτέλεσαν πρωτίστως εισπρακτικό μέτρο, οδήγησαν σε δομές που επέφεραν εγγενή και χρόνια δημοσιονομική αναιμία. Αντίθετα, όταν αποτέλεσαν μέρος μιας πολιτικής που αποσκοπεί στη δημιουργία δομών και κινήτρων και στην ενθάρρυνση συγκεκριμένων συμπεριφορών, οδήγησαν σε δημοσιονομική υγεία. Αυτή είναι και η μακροσκοπική διαφορά, για παράδειγμα, μεταξύ της γαλλικής και ισπανικής εμπειρίας από τη μια, και της βρετανικής και ολλανδικής από την άλλη, τους τελευταίους τρεις αιώνες.

Η μεγάλη μετατόπιση υπέρ του επιχειρείν και σε βάρος των οικονομικών αποτελεί εγγενές κομμάτι της στροφής, από τη θεωρία και δοκιμή, προς την άντληση συμπερασμάτων από την προσωπική εμπειρία. Δεν μπορεί όμως σε μια οικονομία, όλες οι επιχειρήσεις να βιώσουν αύξηση μεριδίου αγοράς ταυτόχρονα, και δεν μπορούν όλοι να αυξήσουν ταυτόχρονα την απασχόλησή τους – δύο επιδιώξεις που, ούτε τα μαθηματικά, ούτε η φύση μπορούν να επιτρέψουν. Η μετατόπιση, όμως, καθρεφτίζει και τη γενικότερη κοινωνική στροφή, στα φαινόμενα των κοινωνικών δικτύων, όπου η ειδική, προσωπική εμπειρία του καθενός αντιμετωπίζεται ως χαρακτηριστικό υπόδειγμα για γενικευμένα συμπεράσματα.

Η δε μετατόπιση, από τις αγορές προς τη μεταποίηση, μια αταβιστική και απελπισμένη προσπάθεια να επιστρέψει η οικονομία σε παλαιότερες δομές, αντικατοπτρίζει την απελπισία των ψηφοφόρων με την αδυναμία των δομών της οικονομίας να μεταρρυθμιστούν για να ικανοποιήσουν νέες ανάγκες – που είναι η μήτρα που γεννά τον λαϊκισμό.

Πάνω από όλα, οι δημοσιονομικοί στόχοι, από τη στιγμή που αποτελούν αυτοσκοπό αντί να θεωρούνται το αποτέλεσμα υγιών επιλογών πολιτικής και υγιών δομών στην οικονομία, μετατρέπονται σε καταδικασμένο πείραμα αντίφασης, με απρόβλεπτες αλλά σίγουρα αρνητικές συνέπειες. Κι αυτό μας αφορά κι εμάς.

*Ο Μιχάλης Περσιάνης είναι πρόεδρος του Δημοσιονομικού Συμβουλίου Κύπρου.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

NEWSROOM

Προσωπικότητες στην ''Κ'': Τελευταία Ενημέρωση