
«Η γλώσσα κόκκαλα δεν έχει και κόκκαλα τσακίζει», μας έλεγε η μητέρα μας όταν ήμασταν παιδιά. Το θυμήθηκα διαβάζοντας την πρόσφατη ομιλία του πρύτανη του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ) Γεράσιμου Σιάσου, στην πανηγυρική δοξολογία για την 25η Μαρτίου, στη Λευκωσία. Η γλώσσα του ήταν εξόχως απο-καλυπτική.
Ας αρχίσω με τα ελαφρυντικά. Καθότι η ομιλία του Πρύτανη ήταν πανηγυρική, είναι κατανοητό το πατριωτικό πνεύμα που τη διαπερνούσε, ιδιαίτερα η αναφορά στους ιστορικούς δεσμούς του ΕΚΠΑ με την Κύπρο. Δεδομένου, δε, ότι η ομιλία εκφωνήθηκε στην Κύπρο είναι, επίσης, κατανοητές οι ιστορικές αναφορές τόσο στη συμβολή των Ελλήνων της Κύπρου στον μεγάλο ξεσηκωμό, όσο και στον ιστορικό πόθο τους για ένωση με τον εθνικό κορμό. Κατά τούτο, το περιεχόμενο της ομιλίας ήταν κοινότοπο, έως αδιάφορο: τη διαπερνούσε το γνώριμο πνεύμα εθνικής αυτοεπιβεβαίωσης. Απουσίαζαν ίχνη γόνιμης (ανα)στοχαστικότητας. Μέχρις εδώ, κανένα πρόβλημα: ο καθένας μιλά όπως μπορεί.
Το πιο απο-καλυπτικό μέρος της ομιλίας –αυτό, δηλαδή, που φανερώνει τις επιδιώξεις του ομιλητή–, ήταν η απροκάλυπτη ιδεολογική κατασκευή που έκανε ο πρύτανης του ΕΚΠΑ, προκειμένου να προωθήσει τη στρατηγική του πανεπιστημίου του για δημιουργία παραρτήματος στην Κύπρο. Έχοντας χαρακτηρίσει την ίδρυση παραρτήματος ως «εγχείρημα εθνικής σημασίας», ο κ. Γιάσος διατύπωσε την κεντρική ιδέα του οράματός του: «Βασικός στόχος [του ΕΚΠΑ] είναι η ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα να πραγματοποιηθεί μέσω του Εθνικού μας Πανεπιστημίου». Τα λόγια αυτά χρήζουν προσοχής – εδώ αυτο-αποκαλύπτεται ο ομιλητής. Ξέρουμε ότι η στρατηγική από μόνη της ουδέποτε είναι αρκετή, είναι απαραίτητο να υπηρετεί ένα όραμα. Ποιο είναι αυτό, σύμφωνα με τον κ. Σιάσο; Η ισχυροποίηση του έθνους. Για να καταστήσει ελκυστική τη στρατηγική του ΕΚΠΑ στο κυπριακό ακροατήριό του, ο Πρύτανης επιλέγει να οικειοποιηθεί την εθνικόφρονα ρητορική. Η επέκταση του ΕΚΠΑ στην Κύπρο, μια καθόλα θεμιτή επιδίωξη, αυξάνει την πιθανότητα να αποβεί επωφελής για τον οργανισμό, στο μέτρο που οι γηγενείς πείθονται ότι, μέσω της επέκτασης, ικανοποιούνται εθνικές φαντασιώσεις τους. Η εθνικόφρων ρητορική εξάπτει το εθνικιστικό φαντασιακό κρίσιμων παραγόντων του κυπριακού κατεστημένου –Αρχιεπισκοπή, κυβέρνηση, «πατριωτικά» κόμματα εξουσίας–, καθιστώντας πιο εύκολο τον προσπορισμό οφελών από το ΕΚΠΑ (π.χ. παραχώρηση κτηρίου, αδειοδότηση προγραμμάτων, κύρος, κ.λπ.).
Να το πω διαφορετικά: ο καλύτερος τρόπος να κερδίσεις κάτι είναι να απευθυνθείς στο θυμικό των ανθρώπων από τους οποίους εξαρτάσαι, δηλαδή, εν προκειμένω, να κατασκευάσεις ένα εθνικό αφήγημα, το οποίο, αφενός συγκινεί σημαντικής ισχύος ακροατές σου, αφετέρου μεταμφιέζει τις ιδιοτελείς επιδιώξεις σου. Και τα δύο είναι κρίσιμα.
Για να πάρεις με το μέρος σου τους λήπτες αποφάσεων, πρέπει ο λόγος σου να απηχεί γενικά (εν προκειμένω, «εθνικά») ιδεώδη, όχι επιμέρους ιδιοτελείς επιδιώξεις. Πρέπει, συνεπώς, ο λόγος σου να είναι εντέχνως παραπλανητικός. Μετατρέποντας το έθνος σε ιδεολογία, και έχοντας αναγορεύσει το ΕΚΠΑ στην ιστορική πρωτοπορία του έθνους, ο πρύτανης του ΕΚΠΑ εμπεδώνει τη θεσμική πρωτοκαθεδρία του ιδρύματός του, στην οποία τα υπόλοιπα μέρη του έθνους καλούνται να υπαχθούν.
Η γλώσσα απο-καλύπτει, είπαμε. Προηγουμένως, ο κ. Σιάσος είχε αναφερθεί στην ανάγκη για «τη διεύρυνση της αυτογνωσίας μας και στις δύο συνιστώσες του Ελληνισμού». Η «αυτογνωσία» ήταν ρητορικό φύλλο συκής. Ο κ. Σιάσος δεν μπήκε στον κόπο να ανα-γνωρίσει την πανεπιστημιακή πραγματικότητα στην Κύπρο και, συνεπώς, να διευρύνει την κατανόησή του. Ανέσυρε μια παρωχημένη εθνική αντίληψη («ένωση Κύπρου-Ελλάδας») για να προωθήσει τη στρατηγική που ωφελεί το ίδρυμά του.
Η παρωχημένη γλώσσα του πρύτανη του ΕΚΠΑ συνιστά δείγμα εκφοράς εξουσιαστικού λόγου από το μητροπολιτικό κέντρο – υποκρύπτει αξιώσεις ισχύος. Η «ένωση», μας είπε, «θα πραγματοποιηθεί μέσω του Εθνικού μας Πανεπιστημίου» – δηλαδή, με το ΕΚΠΑ επικεφαλής. Προσέξτε το «μας» – λες και η Κύπρος δεν έχει «εθνικό πανεπιστήμιο», ούτε τα δικά της δημόσια πανεπιστήμια. Προσέξτε, επίσης, ότι η εθνική ενότητα νοείται ως μια ιεραρχημένη κοινότητα, με τους (παλαιο)ελλαδίτες, φυσικά, επικεφαλής. Αν η αυτογνωσία του ήταν ειλικρινής, ο πρύτανης του ΕΚΠΑ θα είχε συνειδητοποιήσει τα κενά της. Θα γνώριζε ότι η «ένωση», σήμερα, δεν συνιστά λαϊκή απαίτηση – ουδείς την επιζητεί, και θα ήταν παράλογο να την επιζητεί, στο μέτρο που η Κυπριακή Δημοκρατία είναι ένα ανεξάρτητο κράτος εδώ και 65 χρόνια. Ο κ. Σιάσος βγάζει την «ένωση» από τη ναφθαλίνη, δηλαδή κατασκευάζει μια φενακιστική ιδεολογία, για να προσδώσει οραματικό βάθος στο στρατηγικό εγχείρημα του οργανισμού του.
Οι συνομιλητές του, με πνεύμα ιθαγενούς που αντικρίζει με δέος τον αποικιοκράτη, αποδέχθηκαν την ιδεολογική φενάκη – προσχώρησαν στο λογοπλαίσιο του κ. Σιάσου. Ο πρόεδρος Χριστοδουλίδης χαρακτήρισε το ΕΚΠΑ ως το «αρχαιότερο σχολείο του Ελληνισμού», η υπουργός Παιδείας κ. Μιχαηλίδου είπε ότι «θα δώσουμε αυτή την ώθηση στην ανώτερη εκπαίδευση του τόπου μας», και ο Αρχιεπίσκοπος παραχώρησε στο ΕΚΠΑ νεοκλασικό κτήριο στη στοά Ταρσή, στην παλιά Λευκωσία.
Αν το πολιτικό κατεστημένο της Κύπρου διέθετε αίσθηση δημοσίου συμφέροντος θα νοιαζόταν λιγότερο για την κολακεία και τις διευκολύνσεις του ΕΚΠΑ και περισσότερο για τα δημόσια πανεπιστήμια της χώρας του. Θα αντιλαμβανόταν ότι η «ώθηση» στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση της Κύπρου θα δοθεί με την ενίσχυση της αυτονομίας και της αυτενέργειας των δημοσίων πανεπιστημίων της – να μπορούν λ.χ. να παρέχουν και ξενόγλωσση προπτυχιακή εκπαίδευση, να διευρύνουν τη δεξαμενή των εισακτέων, υιοθετώντας διεθνώς έγκυρα συστήματα εξετάσεων (ΙΒ, A Levels), να υιοθετήσουν ένα μοντέλο διοίκησης σύγχρονου οργανισμού, κοκ.
Δυστυχώς, για το κυπριακό πολιτικό κατεστημένο προέχουν οι ιδεοληψίες, όχι το δημόσιο συμφέρον. Σε τέτοιες ιδεοληψίες ποντάρουν οι παλαιοελλαδίτες έμποροι της ελληνικότητας. Εμείς, οι καβαφικής κοπής, εκτός μητροπολιτικού κέντρου Έλληνες, δεν έχουμε λόγο να αποδεχθούμε τη θεώρησή τους. Αν θέλει το ΕΚΠΑ να έρθει στην Κύπρο, με γεια του με χαρά του – θα μας έχει ανταγωνιστές. Αλλά να μας το παίζει και αρχηγός, πάει πολύ!
Ο κ. Χαρίδημος Τσούκας είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και αντεπιστέλλον μέλος της Κυπριακής Ακαδημίας Επιστημών, Γραμμάτων και Τεχνών.