ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...

Υπαρξιακά ευρωπαϊκά διλήμματα

Του ΑΓΓΕΛΟΥ ΑΛ. ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ

Δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι οι σχέσεις Ηνωμένων Πολιτειών και Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) έχουν πλέον εισέλθει σε ύδατα απολύτως αχαρτογράφητα. Η ανακοίνωση της επιβολής «αμοιβαίων» (reciprocal) δασμών ύψους 20% στις εισαγωγές ευρωπαϊκών προϊόντων από τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ στις 2 Απριλίου, σε συνδυασμό με την επιβολή ειδικότερων δασμών 25% στα αυτοκίνητα και σε ορισμένα εξαρτήματά τους, ήταν το δεύτερο μεγάλο χτύπημα μετά από τις εξελίξεις που είχαν προηγουμένως σημειωθεί στο Ουκρανικό Ζήτημα – με τον αποκλεισμό ουσιαστικά των Ευρωπαίων από κάθε συζήτηση περί εκεχειρίας. Η επιβολή αυτών των δασμών αποτελεί μία αξιοσημείωτη χειροτέρευση των ευρωαμερικανικών εμπορικών σχέσεων με απρόβλεπτες επιπτώσεις και τεράστια αβεβαιότητα ως προς τον τρόπο αναζήτησης διεξόδου και γεφύρωσης των διαφορών. Η Ε.Ε. θα προτιμούσε μία διαπραγμάτευση για να αποφύγει μία κάθετη ρήξη, αλλά αυτό το σενάριο μοιάζει μακρινό αυτή τη στιγμή.

Η Ε.Ε. δεν είναι, εκ φύσεως, προετοιμασμένη για να διαχειριστεί εύκολα ένα πολιτικό φαινόμενο όπως ο Ντόναλντ Τραμπ. Ο εκκεντρικός και απρόβλεπτος Αμερικανός πρόεδρος πιστεύει ότι οι διεθνείς σχέσεις (πολιτικές και οικονομικές) πρέπει να καθοδηγούνται από τα εθνικά συμφέροντα και κυρίως από εκείνα των μεγάλων δυνάμεων. Και σε έναν κόσμο που, παρά ορισμένες περί του αντιθέτου απόψεις, περιστρέφεται γύρω από την ισορροπία ανάμεσα σε αυτές τις δυνάμεις, οι κανόνες και οι συμπεριφορές που κυβερνούν τις διακρατικές σχέσεις είναι σήμερα αρκετά διαφορετικές από εκείνες στις οποίες είχαν συνηθίσει οι Ευρωπαίοι μετά το 1945. Δυστυχώς, όταν οι μεγάλες δυνάμεις ανταγωνίζονται για τον πλούτο και την ισχύ, δεν είναι εύκολο να απορρίψει κανείς τη λογική των σφαιρών επιρροής. Ο «ελεύθερος κόσμος» της τάξης που δημιουργήθηκε από τους Αμερικανούς μετά το 1945 (μιας τάξης που άλλωστε περιλάμβανε τη Δυτική Ευρώπη στην αμερικανική σφαίρα επιρροής) δεν είναι πια εδώ.

Η υπόθεση των δασμών έχει ένα θετικό σημείο. Αφορά στην εμπορική πολιτική, η οποία αποτελεί αποκλειστική αρμοδιότητα της Ε.Ε. που μέσω της Ευρωπαϊκής Επιτροπής μπορεί να αναζητήσει κοινό έδαφος στη διαμόρφωση μίας στρατηγικής αντιμετώπισης της επιθετικής τακτικής Τραμπ για «αμοιβαίους» δασμούς. Οι Βρυξέλλες θα αναζητήσουν λύσεις, χωρίς φυσικά να υπάρχει εγγύηση ότι θα κάμψουν τις επιδιώξεις της Ουάσιγκτον, ενώ στη φαρέτρα τους υπάρχουν και σοβαρά αντίμετρα εφόσον αυτά αποφασιστεί να χρησιμοποιηθούν σε ένα σενάριο κλιμάκωσης. Δεν ισχύει όμως το ίδιο για τον τομέα της άμυνας και της ασφάλειας.

Η μεταπολεμική (μετά το 1945) και μεταψυχροπολεμική (μετά το 1989) Ευρώπη, αρχικά το δυτικό και ακολούθως το κεντροανατολικό τμήμα της, είχε εναποθέσει την ασφάλειά της υπό την αμερικανική προστατευτική (συμβατική και πυρηνική) ομπρέλα. Σύμφωνα με τον κορυφαίο αναλυτή Hedley Bull, δεν υπήρξε ποτέ μία υπερεθνική κοινότητα ασφαλείας στην Ευρώπη, ακόμη και κατά τη διάρκεια της ύπαρξης της Σοβιετικής Ένωσης. Υπήρξε –και εξακολουθεί να υπάρχει– μία ομάδα εθνών-κρατών που λειτουργούν ως ένα είδος κονσέρτου σε ζητήματα ασφαλείας: η Γαλλία και η Γερμανία εντός Ε.Ε. και το Ηνωμένο Βασίλειο εκτός Ε.Ε. Σε αυτά τα κράτη έχει εσχάτως προστεθεί η Πολωνία, λόγω μεγέθους και εγγύτητας με τη Ρωσία. Ωστόσο, κανένα από αυτά τα κράτη και φυσικά η Ε.Ε. στο σύνολό της δεν συνιστούν μία «στρατηγική κοινότητα ασφαλείας» με τη στενή έννοια του όρου.

Αυτό είναι αρκετά σαφές αν κάποιος παρατηρήσει προσεκτικά τις εξελίξεις σχετικά με την ανάγκη αύξησης των αμυντικών δαπανών και της ενίσχυσης της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας. Εξαιτίας και της χρόνιας εξάρτησης από τις Ηνωμένες Πολιτείες σε θέματα ασφαλείας, όλα τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. παραμένουν προσεκτικά ώστε να μη διαρρήξουν πλήρως τις σχέσεις με την Ουάσιγκτον. Είναι επίσης εμφανές ότι τα κράτη-μέλη δεν επιθυμούν διακαώς μία κοινοτικοποίηση στον τομέα της άμυνας και της ασφάλειας. Αυτό σημαίνει ότι μεγαλόστομες διακηρύξεις περί «ευρωπαϊκής άμυνας» πρέπει να προσεγγίζονται ως ποτήρι μισογεμάτο. Οι «27» εξακολουθούν να προτιμούν μία διακυβερνητική προσέγγιση στην άμυνα και στην ασφάλεια και όχι την παραχώρηση σε θεσμούς όπως η Κομισιόν υπερβολικών αρμοδιοτήτων σε έναν τόσο ευαίσθητο τομέα. Τα μεγαλύτερα κράτη δεν επιθυμούν τέτοιους περιορισμούς, τα μικρότερα φοβούνται ότι κοινοτικές πρωτοβουλίες στην άμυνα θα πλήξουν τις δικές τους εταιρείες σε περίπτωση συγκέντρωσης στην αμυντική βιομηχανία.

Σημείο κλειδί για την εξέλιξη των συζητήσεων θα είναι αν τα κράτη-μέλη θα προτιμήσουν να αξιοποιήσουν τη ρήτρα εθνικής διαφυγής του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης για αύξηση των αμυντικών δαπανών ή τα δάνεια του προγράμματος SAFE και αργότερα το πρόγραμμα EDIP για την προώθηση κοινών προμηθειών. Αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι θα είναι δύσκολο για τους Ευρωπαίους να αποδεχθούν ότι όσα είχαν συνηθίσει μετά το 1945 έχουν πια μάλλον τελειώσει οριστικά. Οι ενδείξεις γι’ αυτό ήταν αρκετές εδώ και καιρό, αλλά πολλοί προτιμούσαν να λοξοκοιτούν. Το πρόβλημα είναι ότι η ειρήνη στη «γηραιά ήπειρο» επιβλήθηκε ακριβώς από εκείνους που σήμερα στρέφουν το βλέμμα μακριά της, δηλαδή τους Αμερικανούς. Με δεδομένο ότι η ιστορία των ευρωπαϊκών κρατών χαρακτηρίστηκε, ανά τους αιώνες, από ενδημική σύγκρουση, ποιος θα αναλάβει πλέον να γεμίσει «το κοστούμι που μένει αδειανό;».

Ο κ. Άγγελος Αλ. Αθανασόπουλος είναι διευθυντής Τύπου στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (ΕΛΚ). Οι απόψεις που διατυπώνονται σε αυτό το άρθρο είναι προσωπικές.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

NEWSROOM

Προσωπικότητες στην ''Κ'': Τελευταία Ενημέρωση