ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...

Η δικαστική εξουσία και η επίλυση του Κυπριακού

Της δρος ΝΑΝΤΙΑΣ ΚΟΡΝΙΩΤΗ

Οι πιο κάτω απόψεις είναι μέρος της συνεισφοράς της συγγραφέως στο Δικοινοτικό Πρόγραμμα «Αναπτύσσοντας Κοινές Ιδέες σε Συνταγματικά Θέματα» που χορηγεί η Ευρωπαϊκή Ένωση

Ως γνωστόν, η διάκριση των εξουσιών σε Εκτελεστική, Νομοθετική και Δικαστική, αποτελεί μια από τις βασικότερες αρχές της Δημοκρατίας. Ωστόσο, ο δημόσιος διάλογος για την επίλυση του Κυπριακού επικεντρώνεται σχεδόν αποκλειστικά στην Εκτελεστική και τη Νομοθετική εξουσία αγνοώντας ή παραμερίζοντας τη Δικαστική.

Υπάρχουν δύο πιθανές ερμηνείες για την απουσία δημόσιου προβληματισμού για τη Δικαστική εξουσία ως μέρος της λύσης: Πρώτον, το γεγονός ότι οι πολίτες δεν μετέχουν ενεργά στην επιλογή των δικαστών και δεύτερον, ότι η φύση της Δικαστικής εξουσίας και η ανάγκη αμεροληψίας εκ μέρους των δικαστών οδηγούν συχνά στον περιορισμό της εμπλοκής τους στα κοινά και στον δημόσιο διάλογο. Παρ’ όλα αυτά, η Δικαστική εξουσία δεν παύει να αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι μιας λειτουργικής Δημοκρατίας και κατ’ επέκταση δεν μπορεί να απουσιάζει από τον δημόσιο διάλογο που αφορά στην επίλυση του Κυπριακού, καθώς και τη σύνταξη ενός νέου Συντάγματος στα πλαίσια μιας ΔΔΟ, όπως έχει συμφωνηθεί.

Μέχρι σήμερα, η Κύπρος έχει μικτό νομικό σύστημα που στη βάση του ακολουθεί το Κοινό ή Εθιμικό Δίκαιο της Αγγλίας, όπως αυτό θεσπίστηκε στην Κύπρο με αποικιακό νόμο το 1935, ενώ με την ίδρυση της Δημοκρατίας το 1960, το κυπριακό νομικό σύστημα κατέχει και χαρακτηριστικά του Αστικού ή Ηπειρωτικού Δικαίου, με επιρροές από την Ελλάδα και την ηπειρωτική Ευρώπη, ευρύτερα.

Η Δικαστική εξουσία διαδραμάτισε πρωταρχικό ρόλο στην ερμηνεία αλλά και τη διαμόρφωση των νόμων μέσα από την Αρχή της Δεσμευτικότητας καθώς και την αναγνώριση του δικαστικού προηγούμενου. Αξίζει να σημειωθεί πως οι θεμελιώδεις αρχές του κυπριακού νομικού συστήματος εξακολουθούν να εφαρμόζονται και στην τουρκοκυπριακή κοινότητα μέχρι σήμερα.

Είναι γεγονός ότι οι Κύπριοι δικαστές καλούνται συνεχώς να πάρουν αποφάσεις σε υποθέσεις που επηρεάζονται άμεσα ή έμμεσα από την πολιτική κατάσταση. Καμία, ωστόσο, από αυτές δεν είχε τη βαρύτητα της υπόθεσης «Γενικός Εισαγγελέας ν. Μουσταφά Ιμπραχήμ και άλλοι», που θέσπισε το Δίκαιο της Ανάγκης ως πηγή δικαίου στο κυπριακό νομικό σύστημα. Η απόφαση που λήφθηκε από τους τρεις Ελληνοκύπριους δικαστές του νεοσύστατου τότε Ανωτάτου Δικαστηρίου, τον Νοέμβριο του 1964, και αποτελεί μία από τις ελάχιστες πρωτογενείς ιστορικές πηγές που αναφέρονται λεπτομερώς στις επιπτώσεις της δικοινοτικής ένοπλης βίας από τον Δεκέμβριο του 1963 και ύστερα. Ακόμα και πριν από το 1964 και την υπόθεση Ιμπραχήμ, ήταν ήδη προφανές πως οι δικαστές δεν μπορούσαν να δράσουν αντίθετα προς τις πολιτικές προτεραιότητες της δικής τους κοινότητας. Παρ’ όλα αυτά, μια εκ των υστέρων ανάγνωση των αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου εκείνης της περιόδου δείχνει τη σοβαρότητα με την οποία η Δικαστική εξουσία παρακολουθούσε τα όσα συνέβαιναν στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας της, και προειδοποιώντας για τα χειρότερα που θα μπορούσαν να επέλθουν. Ο ρόλος της Δικαστικής εξουσίας, λοιπόν, δεν περιορίζεται στην επίλυση καθημερινών διαφορών, αλλά εμπεριέχει και την ευθύνη για τη διαφύλαξη τόσο των θεσμών όσο και των δικαιωμάτων των πολιτών, ειδικά σε περιόδους κρίσεων. Για αυτό τον λόγο, ο δημόσιος διάλογος για την επίλυση του Κυπριακού δεν μπορεί να περιθωριοποιεί την τρίτη Εξουσία.

Τα βασικά ερωτήματα που προκύπτουν ως προς τη Δικαστική εξουσία κατά τη διαδικασία σύνταξης ενός νέου Συντάγματος αφορούν τη δικαιοδοσία των δικαστηρίων: ποιος έχει δικαίωμα προσφυγής σε αυτά (locus standi), ποια θα είναι η ιεραρχική σχέση των δικαστηρίων, και ποιες διαδικασίες θα ακολουθούνται.

Επιπλέον, αν και δεν αποτελεί αυστηρά συνταγματικό ερώτημα, ιδιαίτερη σημασία έχει το πώς και ποιοι θα διορίζουν τους δικαστές, και με ποια κριτήρια. Στόχος είναι η δημιουργία δικαστηρίων που θα εμπνέουν εμπιστοσύνη, και που σε περιόδους κρίσεων θα μπορούν να διαχωρίσουν έμπρακτα τις θέσεις τους από τα πολιτικά ζητήματα που επηρεάζουν πιο άμεσα το έργο της Εκτελεστικής και της Νομοθετικής εξουσίας.

Σε περιπτώσεις ομόσπονδων κρατών, ενώ η ξεχωριστή δομή μεταξύ της Εκτελεστικής και της Νομοθετικής εξουσίας στις επιμέρους συνιστώσες πολιτείες είναι δεδομένη, αυτό δεν ισχύει πάντα και για τη Δικαστική εξουσία. Σε μερικά ομόσπονδα κράτη, όπως π.χ. η Νότιος Αφρική, τα δικαστήρια έχουν ενοποιημένη ιεραρχία, που προσφέρει πιο αποτελεσματικό κεντρικό έλεγχο και συντονισμό. Επιπλέον, σύμφωνα με τη βιβλιογραφία, υπάρχουν πέντε βασικά μοντέλα για τον διορισμό των δικαστών στις ανώτατες δικαστικές βαθμίδες, που είτε δίνουν αποκλειστική εξουσία για διορισμό σε μια εξουσία ή αξιωματούχο του κράτους, είτε συνδυάζουν σε κάποιο βαθμό τη συμμετοχή αντιπροσώπων άλλων εξουσιών.

Για παράδειγμα, στη Γερμανία οι δικαστές του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου (Bundesverfassungsgericht) ψηφίζονται από το Κοινοβούλιο (Bundestag) και από το Ομοσπονδιακό Συμβούλιο (Bundesrat), το δεύτερο ομοσπονδιακό νομοθετικό σώμα της χώρας. Άλλο παράδειγμα είναι αυτό της Ιταλίας, όπου στη διαδικασία συμμετέχουν φορείς που αντιπροσωπεύουν όλες τις εξουσίες.

Κατά τον πιο πρόσφατο κύκλο των διαπραγματεύσεων (2016-17) κάποιες προσπάθειες που έγιναν για την έμπρακτη συνδρομή αντιπροσώπων της Δικαστικής εξουσίας δεν καρποφόρησαν, ενώ οι συγκλίσεις στο κεφάλαιο Δικαστική εξουσία, δεν αναλύουν σε βάθος τη δομή της.

Απορρέει, όμως, από το κείμενο, πως με βάση τα όσα συμφωνήθηκαν τότε, η Δικαστική εξουσία (όπως και οι άλλες δύο εξουσίες) θα δρα ξεχωριστά σε πολιτειακό και ομοσπονδιακό επίπεδο, με κάθε συνιστώσα πολιτεία να έχει τη δική της δικαστική δομή. Ταυτόχρονα, προβλέπεται η ύπαρξη ξεχωριστών ομοσπονδιακών δικαστηρίων που θα ερμηνεύουν και θα εφαρμόζουν την ομοσπονδιακή νομοθεσία.

Ως αποτέλεσμα, προβλέπεται η ύπαρξη τριών δικαστικών δομών, εκ των οποίων την ανώτατη εξουσία θα έχει το Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο. Το δικαστήριο αυτό θα έχει την αποκλειστική δικαιοδοσία να επιλαμβάνεται διαφορών μεταξύ των συνιστωσών πολιτειών και να αποφασίζει για τη συνταγματικότητα των νόμων τόσο σε επίπεδο πολιτειών, όσο και σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Όσον αφορά στον διορισμό των δικαστών, η μόνη ένδειξη είναι πως η επιλογή θα γίνεται μεταξύ δικηγόρων «υψηλού επαγγελματισμού και ήθους».

Η Δικαστική εξουσία αποτελεί εχέγγυο για την προστασία του κράτους δικαίου, ενώ το δικαστικό σύστημα συνιστά το περιβάλλον στο οποίο καλείται να επιτελέσει το έργο της. Η ιστορία έχει αποδείξει τη σημαντικότητα της Δικαστικής εξουσίας ως της μόνης από τις τρεις εξουσίες που έχει τη δυνατότητα να υπερβεί τα συγκρουόμενα πολιτικά συμφέροντα, όταν υπάρχει η ανάλογη θέληση και ελευθερία κινήσεων εκ μέρους των λειτουργών της.

Οι πολίτες οφείλουν να είναι ενήμεροι για τις εξελίξεις που αφορούν τη Δικαστική εξουσία και έχουν κάθε δικαίωμα να κρίνουν το έργο της. Επί της ίδιας βάσης, οι διαπραγματεύσεις για την επίλυση του Κυπριακού ως προς τη μελλοντική διακυβέρνηση της χώρας δεν πρέπει να δίνουν προτεραιότητα στην Εκτελεστική και τη Νομοθετική εξουσία, σε βάρος της Δικαστικής. Εξ άλλου, σε περίοδο κρίσης, η Δικαστική εξουσία είναι κατά πάσα πιθανότητα η μόνη που θα μπορούσε να ασκήσει τον ρόλο ενός εσωτερικού εγγυητή για τη βιωσιμότητα μιας επανενωμένης ομοσπονδιακής Κύπρου.

Η δρ Νάντια Κορνιώτη είναι νομικός.

This publication was funded by the European Union. Its contents are the sole responsibility of Cyprus Academic Dialogue and do not necessarily reflect the views of the European Union.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

NEWSROOM

Προσωπικότητες στην ''Κ'': Τελευταία Ενημέρωση