«Η ιδιωτικότητα πέθανε και οι περισσότεροι άνθρωποι δεν νοιάζονται καν», διατράνωνε πριν από τέσσερα χρόνια συντάκτης του Forbes. Η ρήση αυτή, όσο απόλυτη και αν είναι, δικαιώνεται ίσως από τους δείκτες της ψηφιακής οικονομίας: Το 80% των κερδών της Google και το 90% της Meta εκτιμάται ότι προέρχονται αποκλειστικά από την online διαφήμιση και την προσωποποιημένη στόχευση των καταναλωτών. Το 2021 δαπανήθηκαν στη Γηραιά Ήπειρο 92 δισεκατομμύρια δολάρια στην ψηφιακή διαφήμιση, ήτοι, περίπου τρεις φορές το ποσό του ονομαστικού ΑΕΠ της Κύπρου για το 2023, ενώ ως το 2027 θα εξικνείται η επένδυση σε περίπου 1 τρισ. δολάρια. Μόνο στις πλατφόρμες της Google, 24 petabytes δεδομένων (η εν λόγω ποσότητα δεδομένων αντιστοιχεί σε μερικές φορές τα τεκμήρια της βιβλιοθήκης του Αμερικανικού Κογκρέσου, που ανέρχονται σε 164.000.000 στοιχεία) την ημέρα, ήδη από το 2013.
Ένα από τα έθη της ψηφιακής-αποϋλοποιημένης οικονομίας, που ενέσκηψε σε ανύποπτο χρόνο, πολύ πριν τις λοιπές εκφάνσεις της, αφορά την αλλαγή του πυρήνα της συναλλακτικής επαφής, ήτοι του ανταλλάγματος για την παροχή ψηφιακού περιεχομένου.
Δισεκατομμύρια χρήστες ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, λ.χ., συνδέονται στην ηλεκτρονική θυρίδα τους, δίχως να πληρώνουν συνδρομή στον πάροχο της σχετικής υποδομής. Μοναδικός όρος για την απρόσκοπτη χρήση αυτής, συνιστά συχνότατα μόνο η συναίνεση στην πρόσβαση και στην επεξεργασία ορισμένων προσωπικών τους δεδομένων. Η συναίνεση στην πρόσβαση ή η συμφωνία με τους όρους χρήσης συγκεκριμένης παροχής, αντιμετωπίζονται όμως ως νομικά μεγέθη αυτοτελώς αξιολογήσιμα σε σχέση με την προμήθεια της παροχής, που εξακολουθεί να παρέχεται άνευ ανταλλάγματος.
Παρά τον «ευδαιμονισμό» που η έλλειψη υποχρέωσης καταβολής ανταλλάγματος προκαλεί στους καταναλωτές, ο δωρεάν χαρακτήρας της παροχής φαλκιδεύει την εφαρμογή της νομοθεσίας για τις καταναλωτικές συμβάσεις και την προστασία των καταναλωτών, αφού συχνά η δωρεάν παραχώρηση θεωρείται ότι δεν εμπίπτει στο αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής της καταναλωτικής νομοθεσίας, ώστε οι καταναλωτές να αποστερούνται δικαιώματα έναντι του προμηθευτή, ο οποίος από την επεξεργασία των δεδομένων τους κερδοσκοπεί σε ανυπολόγιστο βαθμό.
Η εξέλιξη αυτή δεν διέλαθε της προσοχής του ενωσιακού νομοθέτη, ο οποίος, σε συνέχεια προσπαθειών που είχε ξεκινήσει το 2011 με το σχέδιο του Κοινού Ευρωπαϊκού Δικαίου της Πώλησης, προέβλεψε στο άρθρο 3 της Οδηγίας Ε.Ε./2019/770 ότι στις συμβάσεις προμήθειας ψηφιακού περιεχομένου ή υπηρεσιών που ρυθμίζονται στο πλαίσιο της Οδηγίας, με το χρηματικό αντάλλαγμα για την παροχή τους, εξομοιώνεται και η παροχή των προσωπικών δεδομένων του καταναλωτή. Η διακρίβωση του πραγματικού χαρακτήρα της αντιπαροχής είναι ζήτημα που απασχολεί τη νομική επιστήμη. Σε κάθε, όμως, περίπτωση, είναι βέβαιο ότι με τη νέα αυτή ρύθμιση, η οποία πλέον έχει ενσωματωθεί και στην κυπριακή έννομη τάξη, με τη διάταξη του άρθρου 3 (1) (β) του Ν. 155(I)/2021: Στα προσωπικά δεδομένα αναγνωρίζεται ανταλλακτική και όχι μόνο οικονομική αξία. Πρόκειται για εξέλιξη, της οποίας η νομική αποτύπωση δεν έχει γίνει πλήρως αντιληπτή. Η νομική όμως ρύθμιση είναι το απαύγασμα του μοντέλου συναλλαγών που τα ίδια τα υποκείμενα ανέδειξαν ως κυριαρχικό, στην πράξη. Υπό την έννοια αυτή, η νομική αποτύπωση, όσες ενστάσεις και αν εγείρει, αποτελεί έκφραση ενός νομικού πραγματισμού, χάριν προστασίας των καταναλωτών που ήδη «εμπορεύονται» τα δεδομένα τους. Εγείρει ωστόσο αρκετά ερωτηματικά για την επόμενη ημέρα και δη για την παραδοσιακή αναθεώρηση της ιδιωτικότητας. «I want real danger… freedom... goodness… sin», γράφει ο Aldous Haxley στο δυστοπικό έργο του «Brave New World». Τι είναι όμως «καλοσύνη» και τι «αμαρτία» στον μετανεωτερικό κόσμο της ψηφιακής οικονομίας; Όσο νωρίτερα συνειδητοποιήσουμε τη νέα πραγματικότητα και επιχειρήσουμε να απαντήσουμε τα ερωτήματα, στο πλαίσιο ενός νέου ατομικού και κοινωνικού αυτοπροσδιορισμού, τόσο πιο ανώδυνη θα είναι η εμπειρία της νέας πραγματικότητας.
*Επίκουρος καθηγητής Τμήματος Νομικής Πανεπιστημίου Frederick, εμπειρογνώμων Δικαίου και Τεχνολογίας - Τεχνητής Νοημοσύνης & Αστικού Δικαίου, European Commission.