H εμφάνιση του πρώτου φασιστικού κόμματος στην Ιταλία στις απαρχές του 20ου αιώνα, αποτελούσε την επίσημη αφετηρία μιας ευπροσάρμοστης και ελκυστικής ιδεολογίας στα χέρια όσων επιθυμούσαν την απόκτηση εξουσίας, ντοπαρισμένης από γερές δόσεις εθνικισμού. Με στόχο τη δημιουργία ενός ισχυρού και αυταρχικού κράτους το οποίο εν τέλει να βασίζεται σε μια ιεραρχική οργάνωση διαφόρων τομέων που θα έδιναν νέες και ριζοσπαστικές λύσεις σε πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά ζητήματα, οι πολιτικοί ιθύνοντες και οι ένθερμοι υποστηρικτές της ιδεολογίας αυτής, θεωρούσαν τους εαυτούς τους ως τους καλύτερους εκπροσώπους του έθνους τους και οργάνωναν συγκεντρώσεις ανά την Ευρώπη δείχνοντας προτίμηση…στη μαύρη ενδυμασία. Στη ναζιστική Γερμανία, οι στρατιώτες των SS (Schutzstaffel) οι οποίοι αποτελούσαν «το κλιμάκιο προστασίας», δηλαδή την πιο επίλεκτη οργάνωση φρούρησης του Χίτλερ και διεύθυνσης του Ολοκαυτώματος, φορούσαν επίσης μαύρες στολές τις οποίες συχνά τους προμήθευε η εταιρεία Hugo Boss.
Σε αντίθεση με τη στιλιστική μαύρη τάση του φασισμού στις απαρχές του 20ου αιώνα η οποία επιδίωκε την ενίσχυση της αρρενωπότητας των ανδρών δείχνοντας έτσι την ετοιμότητά τους για σκληρές και βίαιες αντιπαραθέσεις, ετοιμότητα που οδήγησε στις αδίστακτες μαζικές δολοφονίες στρατιωτικού και κυρίως άμαχου πληθυσμού κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, πηγές αναφέρουν ότι το κατεξοχήν αντρίκιο χρώμα του 18ου και 19ου αιώνα ήταν το ροζ, δηλαδή, η πολύ ανοιχτή απόχρωση του κόκκινου. Αναπόφευκτα στη συνέχεια, η αλληλεπίδραση των διαφόρων ιδεών (εθνικισμός, δημοκρατία, καπιταλισμός, σοσιαλισμός, φεμινισμός κτλ.) από τη μια, και η ανάγκη της γυναίκας να περάσει τα δικά της μηνύματα σε σχέση με το ρόλο της εντός της κοινωνίας από την άλλη, την οδήγησε να στραφεί ενδυματολογικά στο «αντρίκιο» ροζ αντί στο «γυναικείο» γαλάζιο, με αποτέλεσμα το χρώμα ροζ να ταυτιστεί σχεδόν ολοκληρωτικά με το γυναικείο φύλο μέχρι τον 20ο αιώνα. Στην Κύπρο, και όχι μόνο, το συγκεκριμένο χρώμα ταυτίστηκε επίσης με τα ροζ σκάνδαλα σεξουαλικού περιεχομένου που άγγιξαν θεσμούς και έφτασαν μέχρι και τις τάξεις της Εκκλησίας.
Στην ποικιλόμορφη Κύπρο του 21ου αιώνα λοιπόν, και ενώ το μαύρο εξακολουθεί να κυριαρχεί στις διόλου τυχαίες στιλιστικές επιλογές του Ακροδεξιού ΕΛΑΜ, πολλά είναι τα παραδείγματα που καταδεικνύουν φασιστικές τάσεις και σε άλλη μερίδα της πολύχρωμης πολιτικής ηγεσίας και ενίοτε της ευρύτερης κοινωνίας του τόπου. Τάσεις, οι οποίες εντέχνως και σχεδόν αθόρυβα περνούν στη σφαίρα της κανονικότητας. Αυτό συμβαίνει είτε λόγω της ανεπάρκειας της πολιτικής ηγεσίας και του κρατικού μηχανισμού να ανταπεξέλθει και να χειριστεί άμεσα και αποτελεσματικά φασιστικά φαινόμενα, είτε λόγω της σκοπιμότητας συγκεκριμένων πολιτικών προϊσταμένων να καλλιεργούν εντυπώσεις και προκαταλήψεις γύρω από συγκεκριμένες ομάδες πολιτών της Κυπριακής Δημοκρατίας (βλέπε Νουρή και την πορεία του σε σχέση με τις πολιτικές του φιλοδοξίες, οι οποίες βασίζονται και ευελπιστούν σε συγκεκριμένη δεξαμενή ψηφοφόρων όπου η ξενοφοβία και ο ρατσισμός χτυπάει…κόκκινο).
Ας γίνουμε λίγο πιο συγκεκριμένοι ως προς το τί θα μπορούσε να θεωρηθεί Φασισμός στο κυπριακό συγκείμενο. Φασισμός θα μπορούσε να θεωρηθεί η στέρηση του δικαιώματος στη ζωή των μεταμοσχευμένων ασθενών ήπατος, εξαιτίας της απουσίας εξειδικευμένης ηπατολογικής κλινικής, γεγονός που φανερώνει ένα κράτος διαχρονικά ανίκανο να στηρίξει μια μειονοτική ομάδα ασθενών. Φασισμός θα μπορούσε να θεωρηθεί ο κοινωνικός αποκλεισμός των ατόμων με αναπηρίες, ή η συνεχής υποβάθμιση του Νοσοκομείου Αθαλάσσας με αποτέλεσμα τον εξαναγκασμό των ασθενών του (ασθενείς με ψυχικές ασθένειες) να κοιμούνται στο πάτωμα επειδή δεν υπάρχουν κλίνες ούτε για δείγμα. Φασισμός είναι επίσης, τα ρατσιστικά πογκρόμ απέναντι σε μια συγκεκριμένη ομάδα ατόμων είτε λόγω εθνικής καταγωγής είτε λόγω θρησκευτικής πεποίθησης (με την ανοχή της αστυνομίας), ενώ την ίδια στιγμή φασισμός είναι η άσκηση υπέρμετρης βίας (από πλευράς της αστυνομίας) σε μια καθόλα ειρηνική διαμαρτυρία. Φασισμός θα μπορούσε να θεωρηθεί ακόμα, η εμμονή του κράτους στη μη φορολόγηση των υπερκερδών των τραπεζών τη στιγμή που η ακρίβεια στις τιμές στα καθημερινά αγαθά τσακίζουν τα νοικοκυριά και τους πολίτες που πασχίζουν να πληρώσουν 10 ευρώ για ντομάτες και αγγούρια. Φασισμός είναι και η παραπληροφόρηση του κοινού με τη διασπορά ψευδών ειδήσεων οι οποίες τροφοδοτούν προκαταλήψεις και ρητορικές μίσους, ξεπλένοντας τες αργότερα με τη θεωρεία των δύο άκρων. Ο Φασισμός στο δικό μου μυαλό συνεπώς, είναι μια διαδικασία η οποία συνδέεται με τη δημιουργία συνθηκών για την έμμεση ή άμεση αφαίρεση ανθρωπίνων δικαιωμάτων από συγκεκριμένες ομάδες πολιτών, με αποτέλεσμα την υποβάθμιση της ποιότητας της ζωής τους, επιβάλλοντάς τους έτσι ένα υποδεέστερο στάτους εντός της κοινωνίας των πολιτών. Με το ίδιο σκεπτικό, Φασισμός θα μπορούσε κάλλιστα να θεωρηθεί και η στέρηση του δικαιώματος διέλευσης των πολιτών στις κατεχόμενες περιοχές στην περίπτωση που διαπιστωθεί άδειο…το τάγκι καυσίμων του αυτοκινήτου τους, πρόταση του προέδρου της ΕΔΕΚ κ. Μαρίνου Σιζόπουλου. Ας σκαλίσουμε λίγο βαθύτερα στο σκεπτικό του.
Το Σάββατο 16 Σεπτεμβρίου, ο Μαρίνος Σιζόπουλος φιλοξενήθηκε στην εκπομπή «Χωρίς Όρια» του δημοσιογράφου Νεόφυτου Νεοφύτου στον ραδιοφωνικό σταθμό Άστρα. Σε ένα ευρύτερο πλαίσιο συζήτησης για το πώς αντιμετωπίζεται η ακρίβεια σε σχέση με τα καύσιμα και τη διέλευση των πολιτών στα κατεχόμενα για ανεφοδιασμό, ο κ. Σιζόπουλος, ανίκανος και χωρίς καμία διάθεση να προτείνει λύσεις, παρουσιάστηκε φανερά ενοχλημένος από τις ερωτήσεις του δημοσιογράφου περί άδειου ταγκιού, αλλά και των ακροατών της εκπομπής. Όταν η πίεση από τους ακροατές είχε φτάσει στο ζενίθ, ο κ. Σιζόπουλος ξέσπασε λέγοντας, «αν θέλουν καύσιμα που τα κατεχόμενα, ας παν να μείνουν στα κατεχόμενα». Το γεγονός βεβαίως, ότι ο κ. Σιζόπουλος αντιμετωπίζει τα κατεχόμενα ως μια ξένη προς εμάς περιοχή, εκεί δηλαδή που μένουν οι υποδεέστεροι Άλλοι και εδώ που μένουμε οι ανώτεροι Εμείς, αποτελεί αποτέλεσμα των γενικότερων διχοτομικών αντιλήψεων του, έτσι όπως ξεβράζονται σχεδόν καθημερινά μέσα από τη ρητορική του. Η «εξορία» στα κατεχόμενα λόγω ανεφοδιασμού, ήρθε σε συνέχεια της περίφημης τοποθέτησής του για «εξορία» από τα ανθρώπινα δικαιώματα, σε σχέση με το ζήτημα του μεταναστευτικού. Και σε εκείνη την περίπτωση ο κ. Σιζόπουλος ξέσπασε λέγοντας, «Να διασφαλίσουμε τα ανθρώπινα δικαιώματα σε αυτούς που δικαιούνται να τα έχουν». Η αλαζονεία του Μαρίνου Σιζόπουλου βρίσκεται τώρα στο αποκορύφωμά της και σε απόσταση αναπνοής από την επίσης περίφημη αλαζονική φράση «Το Κράτος είμαι εγώ» του απόλυτου μονάρχη βασιλιά Λουδοβίκου ΙΔ της Γαλλίας, παρότι τέσσερις αιώνες γηραιότερος. Το ζενίθ της αλαζονείας του Σιζόπουλου λοιπόν, οριοθετεί και το ναδίρ της ΕΔΕΚ. Και το οριοθετεί εκεί όπου η ΕΔΕΚ δεν έχει τίποτε να προσφέρει στο δημόσιο διάλογο πέραν της φαιδρότητας και του μπαμπούλα του «ποτζεί» και του «ποδά».
Η πάλαι ποτέ Σοσιαλδημοκρατική ΕΔΕΚ αποτελεί σήμερα την πλέον απομακρυσμένη και ξεθωριασμένη ροζ απόχρωση του υψωμένου κόκκινου χεριού που εξακολουθεί να βρίσκεται στο κέντρο του εμβλήματός της. Αποπροσανατολισμένη και φθίνουσα, όχι μόνο οδηγεί τα όσα εναπομείναντα μέλη της στην απομάκρυνση τους από την πολιτική, αλλά τα τοποθετεί με τη ρητορική της δίπλα στο Ακροδεξιό ΕΛΑΜ. Διαπίστωση όμως πρέπει να είναι η εξής μία: η Ειρήνη δεν θα έρθει έτσι απλά να μας βρει, πίσω από κλειστές πόρτες και αναμεταξύ ηγετών. Για να έρθει η Ειρήνη, πρέπει η ίδια η κοινωνία των πολιτών να δουλέψει για την Ειρήνη. Ζούμε σε μια Κύπρο πολύχρωμη και πολυπολιτισμική. Αυτή ήταν πάντοτε η Κύπρος. Ζούμε σε μια κοινωνία πλούσια, πολυεπίπεδη και πολυφωνική. Αυτή ήταν πάντοτε η κυπριακή κοινωνία. Τα κόμματα της Ακροδεξιάς στα οποία συγκαταλέγεται και η σημερινή ΕΔΕΚ με τη ρητορική της, συσπειρώνονται προς τον υπερεθνικισμό, εκεί δηλαδή όπου κι ο Φασισμός φοράει ροζ και το απολαμβάνει. Το ζητούμενο λοιπόν εδώ, είναι η κοινωνία των πολιτών να γνωρίζει τόσο καλά το παρελθόν της, ώστε να μπορεί να προβλέψει, να επηρεάσει και να αλλάξει το μέλλον της. Και αυτό θα το πετύχει μόνο εάν είναι έτοιμη να δουλέψει ώστε να διαμορφώσει έγκαιρα πολύπλευρες και πολυεπίπεδες ερμηνείες των καταστάσεων και των πραγματικοτήτων γύρω της, αλλά κυρίως, όταν δημιουργήσει γερές αντιστάσεις στον ροζ ολκής Φασισμό. Διότι ένας τέτοιος Φασισμός είναι που μεγαλώνει τις γενιές του σήμερα να νομίζουν ότι το τέλος του νησιού βρίσκεται στην πράσινη γραμμή.