Διευκρινίζοντας ότι προσωπικά δεν είχα κάποια σχέση με τις προτάσεις του Δημοκρατικού Συναγερμού για την Παιδεία, θεωρώ ότι μπροστά στην αντίδραση του υπουργείου Παιδείας επιβάλλονται κάποιες παρατηρήσεις. Αφού αυτή και φαίνεται ανεπαρκής, αλλά και παραπλανητική ως προς ορισμένα ζητήματα.
1. Προκαλεί εντύπωση ότι το ΥΠΑΝ επιλέγει ως γενική απάντηση να εγκαλέσει τον ΔΗΣΥ διότι «όλες αυτές οι εισηγήσεις δεν υλοποιήθηκαν κατά τη δεκαετή εκείνη περίοδο» που κυβέρνησε. Χωρίς αυτό να μπορεί να είναι όντως το ωφέλιμο πεδίο συζήτησης, τίθεται το ερώτημα: μήπως άραγε το Υπουργείο (και η υπουργός) ξεχνά ότι κατά το ήμισυ εκείνης της προηγούμενης δεκαετίας το χαρτοφυλάκιο της εκπαίδευσης χειρίστηκαν πολιτικά πρόσωπα που ανήκουν στον χώρο της σημερινής συγκυβέρνησης; Αν λοιπόν υπάρχει τέτοιο ερώτημα για τον ΔΗΣΥ, υπάρχει εξίσου και για τους ίδιους…
2. Πέραν όμως αυτού είναι πρόδηλη η προσπάθεια του ΥΠΑΝ και της υπουργού να δώσουν την εντύπωση ότι στα επίμαχα θέματα είτε τυγχάνουν ήδη υλοποίησης οι σχεδιασμοί είτε βρίσκονται στο πρόγραμμα της σημερινής διακυβέρνησης. Δίνεται έτσι η εντύπωση και μιας «πολιτικής συνέχειας». Εκείνο όμως που αποκρύπτεται είναι ότι σε αρκετές περιπτώσεις και σε σημαντικά ζητήματα είτε εγκαταλείφθηκαν σχεδιασμοί που είχαν γίνει από το Υπουργείο είτε και ανατράπηκαν βελτιωτικές κινήσεις που είχαν αποφασιστεί. Αποφάσεις εκείνης της κυβέρνησης στην οποία συμμετείχε και ο σημερινός Πρόεδρος, αγνοήθηκαν. Σχέδια και έτοιμα νομοσχέδια μπήκαν σε… συρτάρια.
Εξέχον παράδειγμα είναι το ζήτημα της αξιολόγησης εκπαιδευτικού έργου και εκπαιδευτικών –στο οποίο αναφέρεται ο ΔΗΣΥ. Είναι χαρακτηριστική περίπτωση της «αφ’ ησυχίας» πολιτικής φιλοσοφίας που φαίνεται να ακολουθείται, στη βάση της οποίας εγκαταλείφθηκαν «αθόρυβα» πολυετείς προσπάθειες και σχεδιασμοί που (πρόπερσι) είχαν πάρει τελικά τη μορφή νομοσχεδίων που έτυχαν και νομοτεχνικής επεξεργασίας. Ποτέ δεν προωθήθηκαν και ούτε καν έγινε (αν χρειαζόταν) απόπειρα να τροποποιηθούν.
3. Άλλο πολύκροτο παράδειγμα είναι εκείνο της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης, το οποίο στην απάντησή του το Υπουργείο καλύπτει ως «τίτλο», μέσα σε κατάλογο στόχων που ισχυρίζεται ότι υλοποιούνται. Ωστόσο, αποσιωπάται ότι η σημερινή ηγεσία του Υπουργείου απλώς εγκατέλειψε σχεδιασμό που είχε επίσης πάρει τη μορφή και έτοιμων νομοσχεδίων. Συγκεκριμένα, ανατράπηκαν αποφάσεις της προηγούμενης κυβέρνησης και εγκαταλείφθηκε ο σχεδιασμός που είχε γίνει προκειμένου η σχολή ΜΙΕΕΚ να αποκτήσει ιδίαν υπόσταση, διεύθυνση και ακαδημαϊκή καθοδήγηση. Παρά το ότι ο σχεδιασμός εκείνος στόχευε σε αξιοποίηση και της σημαντικής επένδυσης (έστω από δωρεά / ολοκλήρωση του κέντρου ΑΙΤΕ). Με αυτό τον τρόπο, τον τελευταίο χρόνο ούτε καν λαμβάνεται υπόψη ο πρωταρχικός σχεδιασμός που είχε γίνει στο ίδιο το Υπουργείο (από την εποχή μάλιστα που προηγήθηκε της διακυβέρνησης Αναστασιάδη). Εγκαταλείφθηκε η υλοποίηση των ίδιων των προδιαγραφών που είχαν θέσει εξαρχής. Δείχνουν ότι αρκούνται να διαιωνίζουν τις «πρόχειρες» λύσεις μιας μεταβατικής περιόδου, οι οποίες τείνουν έτσι να γίνουν μόνιμο καθεστώς. Χωρίς οικεία διεύθυνση και ακαδημαϊκή καθοδήγηση στη Σχολή ΜΙΕΕΚ δεν μπορεί το ΥΠΑΝ να απαντά στον ΔΗΣΥ ότι «υλοποιείται αναβάθμιση της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης».
4. Από αυτή τη συζήτηση απουσιάζει δυστυχώς ο προβληματισμός και η έμφαση που θα έπρεπε να δοθεί στην ελληνική γλώσσα και στη γλωσσική αγωγή και συνείδηση, όπου καταγράφονται πολύ σοβαρά ζητήματα. Αυτό το ζήτημα που βρίσκεται στο επίκεντρο της παιδείας, υποβαθμίζεται.
5. Όπως επίσης ένα άλλο νευραλγικής σημασίας ζήτημα, όπως εκείνο της «μετάβασης» από τη στοιχειώδη στη μέση εκπαίδευση, φαίνεται να αγνοείται. Και αυτό παρά το γεγονός ότι «ρίζα» πολλών ζητημάτων είναι αδυναμίες που μεταφέρονται, όπως επίσης και ελλείψεις που θα ήταν δυνατό να αντιμετωπίζονται έγκαιρα, αλλά σήμερα δεν υπάρχει αρκούντως και συστηματικά τέτοια πρόβλεψη.
6. Ως προς την επανεξέταση/προσαρμογή των Αναλυτικών Προγραμμάτων εξακολουθεί να προκαλεί κατάπληξη η εκ προοιμίου τοποθέτηση της ηγεσίας του ΥΠΑΝ για «μείωση της ύλης» (τώρα όπως και πριν από ενάμιση χρόνο). Πώς μπορεί χωρίς οποιαδήποτε τεκμηρίωση, γενικά και αόριστα, να δίνεται μια τέτοια κατεύθυνση; Εάν τυχόν χρειάζεται και τεκμηριωθεί, κατά τόπους ή κατά θέμα, ότι επιβάλλεται, εξυπακούεται ότι θα πρέπει να γίνει. Όταν όμως προαναγγέλλεται κάτι τέτοιο, εκ προοιμίου και χωρίς ενδελεχή εξέταση και τεκμηρίωση, το συμπέρασμα θα πρέπει να είναι ότι μάλλον λέμε εκείνο που «ακούγεται ευχάριστα», παρά λαμβάνουμε σοβαρά υπόψη τις ανάγκες παροχής ποιοτικής εκπαίδευσης. Εξάλλου, όσον αφορά τα Αναλυτικά Προγράμματα είναι αποκαρδιωτικό ότι δεν έχουν γίνει ακόμη συγκροτημένες κινήσεις ένταξης των ψηφιακών καινοτομιών και μεθόδων που έχουν αναπτυχθεί τα τελευταία χρόνια από το ίδιο το Υπουργείο.
Η παρέμβαση του ΔΗΣΥ είναι δικαιολογημένη ως προς την υπαναχώρηση του ΥΠΑΝ στο ζήτημα της προδημοτικής εκπαίδευσης. Παρά τις διακηρύξεις της κυβέρνησης, εκείνο που συνέβη ήταν ότι προτάχθηκε η ικανοποίηση συνδικαλιστικών κριτηρίων (δηλαδή διόγκωση της απασχόλησης) έναντι των ίδιων των αναγκών χιλιάδων παιδιών και οικογενειών. Το σχέδιο που εφάρμοσε τελικά το ΥΠΑΝ δεν έχει εξασφαλίσει δωρεάν προδημοτική εκπαίδευση σε όλα τα παιδιά, όπως μπορούσε να είναι εφικτό. Για σημαντικό αριθμό παιδιών το δικαίωμα αυτό παραπέμφθηκε στο μέλλον (και επομένως τελικά θα αφορά άλλα παιδιά –και όχι εκείνα που το Σχέδιο Ανάκαμψης προέβλεπε να ενισχυθούν κατά προτεραιότητα).
7. Αποτελεί γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια διατίθενται ολοένα και περισσότερο τόσο ανθρώπινοι όσο και οικονομικοί πόροι για την ειδική εκπαίδευση. Είναι όμως ορθή και η επισήμανση του ΔΗΣΥ ότι δεν προωθούνται ταυτόχρονα και οι κατάλληλοι μηχανισμοί και διαδικασίες διαχείρισης του όλου συστήματος (και επ’ αυτού η σημερινή ηγεσία του Υπουργείου έχει αφήσει στα «συρτάρια» βελτιωτικές κινήσεις που είχαν αποφασιστεί προηγουμένως). Ωστόσο, θα ήταν καλό να διευκρινίσουν τι εννοούν ως «ενιαία εκπαίδευση». Τόσο ο ΔΗΣΥ όσο και ιδιαίτερα το Υπουργείο που απαντά ότι «υλοποιείται μετάβαση από την Ειδική στην Ενιαία Εκπαίδευση».
8. Τέλος, εντύπωση προκαλεί και το γεγονός ότι ειδικά από την πλευρά του ΔΗΣΥ δεν γίνεται λόγος για τη διόγκωση της δομικής ανισορροπίας στον Προϋπολογισμό του Υπουργείου. Είναι αλήθεια πως η τάση να ευνοούνται οι δαπάνες μισθολογίου και να διογκώνονται εις βάρος άλλων δαπανών και επενδύσεων σε μέσα, εργαλεία, προγράμματα κ.ο.κ. είναι χρόνια. Στις μέρες αυτής της διακυβέρνησης βρίσκεται όμως σε ιδιαίτερη έξαρση.
Σημειώνεται επίσης ότι αυτή η διόγκωση του μισθολογίου δεν οφείλεται στις απολαβές των εκπαιδευτικών, αλλά σε μια ακατάσχετη διόγκωση του αριθμού τους. Όσο κι αν το θέμα είναι «δύσκολο» θα περίμενε κανείς από τον ΔΗΣΥ να ελέγξει αυτή την πληθωρική ροπή που δείχνει η σημερινή κυβέρνηση ιδιαίτερα στον χώρο της εκπαίδευσης.