Ας μιλήσουμε απλά, όπως θα έλεγε και ο μεγάλος μας Γιώργος Σεφέρης. Πώς υποδεχόμαστε σήμερα στην πράξη ένα παιδί που, για μια σειρά από λόγους, βρέθηκε σε μια αίθουσα διδασκαλίας όπου κανένας, ή σχεδόν κανένας, δεν μπορεί να μιλήσει την ίδια γλώσσα μαζί του, όπου το μόνο κοινό που έχει με τα άλλα παιδιά είναι η ηλικία του και όπου, όλα γύρω του, ελάχιστα ή καθόλου κοινά δεν έχουν με τη δική του προσωπική ταυτότητα και κουλτούρα;
Βασικό κριτήριο για την επιλογή του σχολείου που θα φοιτήσει το πιο πάνω παιδί θα είναι ο χώρος διαμονής της οικογένειας, ενώ για την τάξη που θα φοιτήσει βασικό κριτήριο αποτελεί η ηλικία του, εάν υπάρχουν στοιχεία, διαφορετικά κατά προσέγγιση. Αν το σχολείο στηρίζεται από το πρόγραμμα «Δράσεις Σχολικής και Κοινωνικής Ένταξης – ΔΡΑΣΕ» καλώς. Αυτό σημαίνει ότι θα διατεθεί γι’ αυτό το παιδί κάποιος ξεχωριστός διδακτικός χρόνος για την εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας. Ο χρόνος αυτός θα εξαρτηθεί από πολλές παραμέτρους: τον αριθμό παιδιών που θα είναι στην ίδια τάξη μαζί του, τη μαθησιακή ετοιμότητα των παιδιών, το ενδιαφέρον τους, το πόσο υποστηρικτική (μπορεί να) είναι η οικογένεια σε αυτή την προσπάθεια. Οι προκλήσεις για τον/την εκπαιδευτικό που βρίσκεται σε μια τέτοια τάξη εμφανείς. Κάποια από αυτά τα παιδιά πραγματικά μας εντυπωσιάζουν με τη δίψα που έχουν για μάθηση και το πόσο γρήγορα εντάσσονται στο εκπαιδευτικό μας σύστημα – κάποια άλλα κινούνται με ιδιαίτερα αργούς ρυθμούς, ενώ υπάρχουν και εκείνα τα παιδιά που παραμένουν αδιάφορα, τα οποία και ανήκουν στην ομάδα όσων εγκαταλείπουν πρόωρα τη σχολική εκπαίδευση.
Σε μια προσπάθεια αποτελεσματικής διαχείρισης της σημαντικής αυτής πρόκλησης, ο ανεξάρτητος υποψήφιος για την προεδρία της Κυπριακής Δημοκρατίας Νίκος Χριστοδουλίδης καταθέτει μια ολοκληρωμένη πολιτική πρόταση στο πλαίσιο της σύστασης υφυπουργείου Μετανάστευσης, Ασύλου και Ένταξης. Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά την ένταξη, προτείνει όπως σε σχολεία με μεγάλο αριθμό παιδιών με μεταναστευτική βιογραφία μειωθεί ο αριθμός μαθητών ανά τμήμα, έτσι ώστε να διευκολυνθεί η εκπαιδευτική διαδικασία και να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά το φαινόμενο της πρόωρης εγκατάλειψης του σχολείου και υπάρξει καλύτερη κατανομή μαθητών με μεταναστευτική βιογραφία στα σχολεία, λαμβάνοντας ουσιαστικά μέτρα στήριξής τους και προωθώντας την υποχρεωτική εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας. Η πρόταση για την υποχρεωτική εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας δεν περιορίζεται στα παιδιά, αλλά επεκτείνεται και στους ενήλικες στο πλαίσιο επιμορφωτικών προγραμμάτων, σε συνεργασία με τους εργοδότες και λαμβάνοντας υπόψη τις ώρες εργασίας τους.
Μέσα από την υλοποίηση των πιο πάνω προτάσεων αναμένεται ότι οι εκπαιδευτικοί, σε ένα τμήμα με λιγότερα παιδιά, θα μπορούν να μεγιστοποιήσουν τον ωφέλιμο μαθησιακό χρόνο των παιδιών και να βελτιώσουν τα μαθησιακά αποτελέσματα. Επιπρόσθετα, με το να καταστεί η εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας υποχρεωτική –μέσα από ένα σωστά δομημένο εκπαιδευτικό πρόγραμμα σε συνέχεια του πρωινού προγράμματος, αναμένεται ότι θα δοθεί τέλος στην απώλεια μαθημάτων από το πρωϊνό πρόγραμμα, στα οποία ενδεχομένως κάποια παιδιά να έχουν ιδιαίτερη αδυναμία και ταλέντα, ενώ θα υπάρξει μεγαλύτερη ευχέρεια για την κατάκτηση της ελληνικής γλώσσας. Για να πετύχουμε σε αυτή μας την στόχευση θα πρέπει να διασφαλίσουμε, όπως μέσα από την πρόταση τονίζεται, «ουσιαστικά μέτρα στήριξης», μέτρα όπως είναι η αξιοποίηση τυπικών και άτυπων μεταφραστών, η διαμόρφωση του εκπαιδευτικού χώρου έτσι ώστε να είναι οικείος για τα παιδιά, η εφαρμογή της διαγλωσσικότητας με την ενθάρρυνση των παιδιών να χρησιμοποιούν τη γλώσσα προέλευσής τους, η αναδόμηση των σχολικών προγραμμάτων αλλά και η περαιτέρω αυτονόμηση και στήριξη των σχολικών μονάδων για την ανάπτυξη της δικής τους πολιτικής ένταξης. Ένα είναι βέβαιο. Μέσα από την επιτυχία αυτού του εγχειρήματος, μόνο θετικά μπορούν να προκύψουν τόσο για το ίδιο το σχολείο και την κοινωνία μας αλλά, πολύ περισσότερο, για τα ίδια τα παιδιά που το δικαιούνται.