ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Οι θεσμοί ως πλυντήριο

Του ΧΑΡΙΔΗΜΟΥ Κ. ΤΣΟΥΚΑ

H δημοκρατία είναι και τύπος και ουσία. Τύπος είναι οι θεσπισμένες διαδικασίες – π.χ. λειτουργία κομμάτων, διεξαγωγή εκλογών, διάκριση εξουσιών, κ.λπ. Ουσία είναι το υποκείμενο ήθος – π.χ. πόσο μια δημοκρατική κυβέρνηση σέβεται την ανεξαρτησία και τις αποφάσεις τής Δικαιοσύνης, αποδέχεται τον έλεγχο από Ανεξάρτητες Αρχές, μεριμνά για την πολιτική ουδετερότητα της δημόσιας διοίκησης, κ.λπ. Σε χώρες με περιορισμένη δημοκρατική παράδοση, οι κυβερνήσεις αντλούν συμβολική ισχύ προβάλλοντας τον τύπο (επιδεικνύοντας, δηλαδή, δημοκρατικοφάνεια), παρακάμπτοντας την ουσία. Οι περιπτώσεις Ερντογάν και Όρμπαν είναι χαρακτηριστικές.

Όπως οι ευσεβιστές αποδεικνύουν την πίστη τους τηρώντας τους χριστιανικούς τύπους, οι δημοκρατικοφανείς κυβερνήσεις αποδεικνύουν τη δημοκρατική νομιμοποίησή τους όταν παριστάνουν ότι οι αποφάσεις τους είναι σύμφωνες με τις επιταγές του κράτους δικαίου. Η νομιμοφάνεια υποστυλώνει τη δημοκρατικοφάνεια.

Πρόκειται για ζήτημα τεράστιας σημασίας: μια δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να εμφανίζεται ότι σέβεται τη νομιμότητα – να δείχνει ότι τηρεί τους τύπους· οι αποφάσεις της να είναι νομιμοφανείς. Για να παραφράσω το απόφθεγμα του Γκράουτσο Μαρξ για την ειλικρίνεια: η νομιμότητα είναι πολύ σημαντική κι αν την προσποιηθείς, τα κατάφερες.

Πώς κατασκευάζεται η νομιμοφάνεια; Όταν οι δικαιοδοτικοί ή ελεγκτικοί θεσμοί του κράτους δικαίου βεβαιώνουν ότι συγκεκριμένες πράξεις ή παραλείψεις κυβερνητικών αξιωματούχων ή υπηρεσιών είναι σύννομες. Οι τύποι τηρούνται όταν το συμπέρασμα φαίνεται ότι προκύπτει από έναν παραγωγικό συλλογισμό: εφόσον μια γενική αρχή κι ένα πραγματολογικό δεδομένο είναι αληθή, το συμπέρασμα είναι αναγκαστικά αληθές.

Ιδού ένα παράδειγμα. Όταν ο Ν. Αναστασιάδης ήταν πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, ταξίδεψε ιδιωτικώς στις Σεϋχέλλες, όπου φιλοξενήθηκε από πλούσιο Σαουδάραβα φίλο του, σε μέλη της οικογένειας του οποίου αποκαλύφθηκε ότι είχε παρανόμως χορηγηθεί κυπριακό διαβατήριο επί της θητείας του. Όταν κλήθηκε να δώσει εξηγήσεις ενώπιον ερευνητικής επιτροπής για τη χρηματοδότηση του ταξιδιού του, ο κ. Αναστασιάδης απάντησε ότι το ταξίδι έγινε «ιδίοις εξόδοις». Σημαντικό: η Επιτροπή δεν του ζήτησε να αποδείξει τον ισχυρισμό του (π.χ. τιμολόγια, παραστατικά, κ.λπ.). Κάνοντας δεκτό τον αναπόδεικτο ισχυρισμό, η Επιτροπή κατασκεύασε ένα πραγματολογικό δεδομένο, το οποίο, σε συνδυασμό με τη γενική αρχή ότι είναι απολύτως θεμιτό ένας δημόσιος αξιωματούχος να χρηματοδοτεί ιδιωτικό ταξίδι του, οδήγησε αναγκαστικά στο συμπέρασμα: ουδέν μεμπτόν για τον πρόεδρο Αναστασιάδη! Η νομιμοφάνεια κατασκευάστηκε.

Εκτός από τη διακριτική σιωπή ελεγκτικών επιτροπών (την αποφυγή κρίσιμων ερωτήσεων), υπάρχουν κι άλλοι τρόποι κατασκευής της νομιμοφάνειας. Ένας από αυτούς είναι η κυβερνητική εκμαίευση ευμενούς κρίσης από φιλόδοξους δικαστές και εισαγγελείς, οι οποίοι ευελπιστούν σε, ή οφείλουν τον, διορισμό τους σε ηγετικές θέσεις της Δικαιοσύνης σε κυβερνητική απόφαση. Η χορογραφία είναι γνωστή: ο (μελλοντικός) ευεργετούμενος (θα) προσφέρει τις υπηρεσίες του στον (μελλοντικό) ευεργέτη του. Οι μεν ευελπιστούντες έναντι, οι δε ευεργετούμενοι ανταποδοτικά.

Σε κάθε επαγγελματικό πεδίο, η διαχείριση των φιλοδοξιών επηρεάζει τη συμπεριφορά των μελών του. Στη Δικαιοσύνη, η τεράστια ισχύς των πολιτικών στον ελληνικό δημόσιο βίο εκδηλώνεται με την επιλογή προσώπων προς πλήρωση ηγετικών θέσεων ανωτάτων δικαστηρίων. Αυτή η ισχύς, και ο τρόπος με τον οποίο ασκείται, τείνουν να αλλοιώνουν τα αμιγώς επαγγελματικά κίνητρα των δικαστικών λειτουργών. Ένας ανώτατος δικαστικός λειτουργός λ.χ. που επιθυμεί να ανέλθει στη θέση αντιπροέδρου και/ή προέδρου ανώτατου δικαστηρίου ή του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ωθείται να συνδιαλλαγεί με την κυβέρνηση ή τα κόμματα εξουσίας – να στρεβλώσει, συνεπώς, την επαγγελματική συνείδησή του.

Στο βαρυσήμαντο βιβλίο του «Ελέγχοντας το “πόθεν έσχες” πολιτικών» (Πληθώρα, 2018), ο Φίλης Αρναούτογλου, πρώην αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, του ανώτατου διοικητικού δικαστηρίου της Ελλάδας, αναδεικνύει πώς ωθείται να σκέπτεται ο ανώτατος δικαστής που έχει τη θεμιτή, κατ’ αρχήν, φιλοδοξία να ανελιχθεί: όχι μόνο ενθαρρύνεται να επιδιώκει πολιτικές γνωριμίες και να καλλιεργεί δημόσιες σχέσεις με ΜΜΕ, αλλά ωθείται «να “στρατευθεί” στην “παράταξη”». Πώς; «Έμπρακτα: δίνω για να δίνεις». Δηλαδή; «Θα πρέπει [ο δικαστής] να προσαρμόσει κατάλληλα την συμπεριφορά του. Και σε υποθέσεις με πολιτική χροιά θα πρέπει να ακολουθήσει την επιθυμία του κόμματος, ρητή ή εικαζόμενη». «Για να προσελκύσεις την συμπάθεια του κόμματος, για να γίνεις αρεστός, για να έχεις ελπίδες την κρίσιμη στιγμή, πρέπει να ψηφίζεις κατά τις επιθυμίες του. Και να μην στις είπαν ρητά, πρέπει να τις μαντεύεις». Να κατανοείς, λ.χ. τι θα επιθυμούσε μια κυβέρνηση που βαρύνεται με το σκάνδαλο των τηλεφωνικών υποκλοπών, και να δράσεις αναλόγως.

Η αλλοιωμένη δικαστική κρίση αναμένεται από τους πολιτικούς. Ο κ. Αρναούτογλου αναφέρει ότι, πριν χρόνια, υπουργός σχολίασε επικριτικά έναν ανώτατο δικαστή, που, σε υπόθεση κυβερνητικού ενδιαφέροντος, είχε ψηφίσει διαφορετικά από το αναμενόμενο: «Αντί να δώσει ένα χέρι και να βοηθήσει την παράταξη…».

Το φαινόμενο δεν είναι αιτιοκρατικό – η δικαστική/εισαγγελική κρίση σε θέματα μείζονος πολιτικής σημασίας δεν είναι προδιαγεγραμμένη. Αν και πάντα θα υπάρχουν παραταξιακοί ή καιροσκόποι δικαστικοί λειτουργοί, αυτό που έχει σημασία είναι να ενισχυθεί η αμιγώς επαγγελματική δικαστική/εισαγγελική συνείδηση, η οποία δεν θα επιδιώκει να είναι αρεστή στην εκάστοτε κυβέρνηση. Η διαμόρφωση αυτής της συνείδησης δεν απαιτεί μόνο ριζικές τομές στους δικαστικούς θεσμούς, αλλά, προπάντων, την εγρήγορση των ίδιων των δικαστικών λειτουργών.

 

Ο κ. Χαρίδημος Τσούκας (www.htsoukas.com) είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και αντεπιστέλλον μέλος της Κυπριακής Ακαδημίας Επιστημών, Γραμμάτων και Τεχνών.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Προσωπικότητες στην ''Κ'': Τελευταία Ενημέρωση