Του Αλέξη Παπαχελά
Το κλίμα ήταν τεταμένο. Η χούντα υπονόμευε σχεδόν φανερά τον Μακάριο. Περίμεναν το πραξικόπημα. Και μετά, μοιραία, περίμεναν την εισβολή. Αυτή την ατμόσφαιρα θυμάται και περιγράφει ο Παύλος Αποστολίδης, πρέσβης ε.τ. και πρώην διοικητής της ΕΥΠ, ο οποίος ως νέος διπλωμάτης υπηρετούσε στην ελληνική πρεσβεία στη Λευκωσία. Η συζήτηση που ακολουθεί είναι μέρος του ντοκιμαντέρ «Η Σκοτεινή Δεκαετία: 1964-1974» που πρόκειται να προβληθεί από την τηλεόραση του ΣΚΑΪ.
– Ας πάμε λίγο πίσω, στο καλοκαίρι του ’74. Περιγράψτε μας την κατάσταση.
– Εγώ μετατέθηκα στην πρεσβεία της Λευκωσίας από την πρεσβεία του Λονδίνου τον Δεκέμβρη του 1973, χωρίς να ξέρω πολλά πράγματα για το τι συμβαίνει στην Κύπρο. Το πρώτο, έτσι, «χτυπητό» συμβάν για μένα ήταν ο θάνατος του Γρίβα στα τέλη του Ιανουαρίου. Ετέθη αμέσως θέμα πού θα γίνει η κηδεία. Στην πρεσβεία πρότεινα –και πολύ σωστά νομίζω– να γίνει στην Ελλάδα, γιατί στην Κύπρο θα άναβαν τα πνεύματα. Oμως επικράτησαν πιο δυνατές αρχές και τελικά έγινε στη Λεμεσό, χωρίς επεισόδια βέβαια. Eπειτα, αυτό που επακολούθησε ήταν η διαδοχή. Μάθαμε πως ορίστηκε κάποιος επικεφαλής, αλλά σύντομα, μέσα σε λίγες μέρες, τον εκπαραθύρωσαν από την Αθήνα, διότι δεν ήταν αρκετά αντιμακαριακός. Eμείς βέβαια πολύ γρήγορα στην πρεσβεία αρχίσαμε να αντιλαμβανόμαστε ότι οι Eλληνες στρατιωτικοί στην Κύπρο σαφώς έκαναν πόλεμο στον Μακάριο.
Για να σας δώσω ένα πρώτο παράδειγμα, στο πλαίσιο των επισκέψεων γνωριμίας που έκανα παντού, έκανα μια και στο Α2 της Εθνοφρουράς, όπου είδα ένα πνεύμα πολύ αντιμακαριακό. Μάλιστα, όταν έφερα την κουβέντα στις διακοινοτικές συνομιλίες που γίνονταν μεταξύ του Κληρίδη και του Ντενκτάς, και για τις οποίες η πρεσβεία ήλπιζε ότι θα μπορούσαν κάτι να αποδώσουν, η αντίδραση των στρατιωτικών ήταν ότι «εμείς πάμε για ένωση. Αυτά είναι σαχλαμάρες, δεν έχουν κανένα νόημα».
Το γεγονός το οποίο δεν θα ξεχάσω ποτέ είναι ότι στην επέτειο του ελληνικού πραξικοπήματος στις 21 Απριλίου μας κάλεσε η ΕΛΔΥΚ να πάμε όλη η πρεσβεία σε κάποια τελετή εορτασμού. Βεβαίως πήγαμε όλοι, μίλησε ο διοικητής της ΕΛΔΥΚ, είχε έρθει και ο Μακάριος, και μετά πήρε το μικρόφωνο ο Αρχιεπίσκοπος. Δεν ξέρω αν ήταν καθορισμένο να μιλήσει από μόνος του, αλλά το μικρόφωνο σιώπησε, χάλασε. Δεν τον άφησαν να μιλήσει καθόλου.
Ενα άλλο γεγονός, το οποίο νομίζω πως είναι γνωστό, είναι ότι τα στελέχη της ΚΥΠ έμαθαν ότι στέλνονταν χρήματα για την ΕΟΚΑ Β΄, έμπαιναν σε τράπεζα κυπριακή. Τα χρήματα αυτά τα έστελνε ο εφοπλιστής [Ανδρέας] Ποταμιάνος, του οποίου η σχέση με τους στρατιωτικούς τότε στην Αθήνα ήταν γνωστή. Οσο περνούσε ο καιρός τόσο πιο δύσκολη ήταν η θέση μας και τόσο πιο πολύ αυξανόταν η ένταση.
Η κυπριακή κυβέρνηση είχε φτιάξει ένα ειδικό Σώμα για να μπορέσει να αντισταθεί κάπως, γιατί η Εθνοφρουρά δεν ήταν με το μέρος της. Θυμάμαι ότι πήγα στην Αθήνα, είδα τον γενικό γραμματέα που τον ήξερα, τον Αγγελο Βλάχο και τον ρώτησα «τι μπορούμε να κάνουμε;». Και μου είπε: «Το μόνο που μπορείτε να κάνετε είναι να διαχωρίσετε τη θέση σας». Οχι πολύ ευχάριστη απάντηση. Και φτάσαμε στην περίφημη επιστολή του Αρχιεπισκόπου προς την ελληνική κυβέρνηση, με την οποία ζητούσε να αποχωρήσουν οι Ελληνες αξιωματικοί. Πολλοί θεωρούν ότι ήταν η αιτία όσων ακολούθησαν. Εγώ πιστεύω ότι ήταν αναπόφευκτο αυτό που επρόκειτο να συμβεί και ο Μακάριος ήλπιζε ότι με αυτή την κίνηση θα μπορούσε να το αποτρέψει.
Ο καπνός που φαίνεται στον ορίζοντα υψωνόταν από το Προεδρικό Μέγαρο στη Λευκωσία. Η φωτογραφία έχει ληφθεί από το σπίτι του Αποστολίδη στη Λευκωσία την ημέρα του πραξικοπήματος κατά του Μακαρίου
Ενα άλλο ενδεικτικό περιστατικό συνέβη γύρω στα τέλη Ιουλίου. Ο υπαρχηγός της Εθνοφρουράς, ο (Παύλος) Παπαδάκης, μετατέθηκε στην Αθήνα και έκανε δεξίωση στο ξενοδοχείο Χίλτον. Πήγαμε με έναν συνάδελφο να τον χαιρετήσουμε και μας είπε «τον Μακάριο και τα μάτια σας!». Μας κορόιδευε ή μας παραπλανούσε; Βεβαίως, ενώ ξέραμε ότι επίκειται το πραξικόπημα, δεν ξέραμε το πότε. Θεωρούσαμε ότι Κυριακή γίνονται συνήθως τα πραξικοπήματα. Μας τη φέρανε από την Αθήνα και το κάνανε Δευτέρα πρωί.
– Πώς κύλησε η 15η Ιουλίου;
– Το πρωί της 15ης Ιουλίου εγώ πήγα στις οκτώ στο γραφείο. Με το που έφτασα, με πήρε η σύζυγός μου και μου είπε ότι έχουν φτάσει τανκς δίπλα στο σπίτι και βάλλουν κατά του Προεδρικού. Το τηλέφωνο κόπηκε, δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει αυτό που έλεγε. Σημειωτέον, επιτετραμμένος ήταν ο σύμβουλος της πρεσβείας, ο Ντέμης Σέρμπος. Με το που μαζευτήκαμε στην πρεσβεία και είδαμε την επίθεση, ο Σέρμπος, πολύ γενναίος –ενώ δεν του φαινόταν–, μπήκε στο αυτοκίνητο της πρεσβείας και έδωσε εντολή στον οδηγό να πάει στο Προεδρικό για να σταθεί δίπλα στον Μακάριο. Τον αποθαρρύναμε, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Τελικά υπήρχε μπλόκο στον δρόμο και τον σταμάτησαν.
Εμείς ήμασταν στην πρεσβεία, δεν καθόμασταν στα γραφεία, λίγο – πολύ ήμασταν έξω, να βλέπουμε τι γίνεται. Και μετά από κάποια ώρα ακούμε και βλέπουμε τανκς, τα οποία βεβαίως χειρίζονταν Ελλαδίτες. Κατέβαιναν μάλλον από το Προεδρικό για να χτυπήσουν το αστυνομικό τμήμα, το οποίο ήταν λίγο πιο κάτω από την πρεσβεία και το οποίο θεωρούσαν προφανώς ότι ήταν καθαρά μακαριακό, όπως και όλη η αστυνομία. Τρομερό τώρα να βλέπεις μπροστά σου Ελληνες να πηγαίνουν να σκοτώσουν Ελληνες.
– Εσείς είχατε επαφή με τον Σαμψών;
– Ο Σαμψών είχε μια εφημερίδα, τη «Μάχη», αν θυμάμαι καλά, και σε αυτό το πλαίσιο τον είχα γνωρίσει, όπως και είχα πάει σε όλες τις εφημερίδες. Αλλά τον κοροϊδεύαμε. Δηλαδή δεν ήταν σοβαρός άνθρωπος. Αφενός τον κοροϊδεύαμε, αφετέρου είχαμε μάθει για το παρελθόν, το πόσους Εγγλέζους είχε σκοτώσει επί ΕΟΚΑ και μάλιστα πισώπλατα, και ότι για τους Εγγλέζους ήταν ό,τι χειρότερο να γινόταν πρόεδρος της Κύπρου. Δεν μπορούσαν να βρουν κάποιον σοβαρό άνθρωπο να δεχθεί να γίνει πρόεδρος. Και κατέληξαν στον Νικολάκη, όπως τον έλεγαν οι στρατιωτικοί.
– Οι ελληνικές υπηρεσίες, πρώτον, είχαν αντιληφθεί και, δεύτερον, είχαν ενημερώσει για την επικείμενη εισβολή;
– Δεν συζητούσαμε πολύ, γιατί δεν ξέραμε καλά τι έγινε στην Ελλάδα και πώς. Αυτό που ήταν εμφανές ήταν ότι ο Ιωαννίδης είχε απωθημένα από παλιά. Αυτό που είχαμε μάθει ήταν πως όταν ήταν στην ΕΛΔΥΚ, πριν από δεν ξέρω πόσα χρόνια, ζήτησε να μοιράσει όπλα στην ΕΟΚΑ και ο Μακάριος αρνήθηκε. Από τότε ο Ιωαννίδης είχε πρόβλημα με τον Μακάριο. Εγώ, με αυτά που έζησα και που ξέρω, νομίζω ότι αυτό που έγινε, ήταν αυτό που ήθελε να κάνει ο Ιωαννίδης: να ξεφορτωθεί τον Μακάριο. Ηταν προσωπικό. Πράγματι θεωρούσε ότι μπορεί να γίνει Ενωση, παρόλο που ήταν τρελό αυτό το πράγμα. Δεν υπήρχαν άνθρωποι να τολμήσουν να του το πουν – και ο ίδιος δεν μπορούσε να καταλάβει το μέγεθος του όλου εγχειρήματος που έκανε.
– Η Ενωση θα λέγατε ότι ήταν δημοφιλής τότε στην Κύπρο ως ιδέα;
– Oχι, δεν ήταν δημοφιλής, δηλαδή δεν ήταν πια θέμα που συζητιόταν. Και ό,τι συζητιόταν ήταν να βρεθεί μια συμβιβαστική λύση με τους Τουρκοκυπρίους, αυτό άλλωστε υποστήριζε και η Ελλάδα. Είχε λήξει το θέμα της Ενωσης. Υπήρχε μόνο σε κάποιους στρατιωτικούς που είχαν υπηρετήσει στην Κύπρο.
– Πάμε στις 20 Ιουλίου. Πώς καταλάβατε ότι γίνεται η εισβολή;
– Η εισβολή έγινε Σάββατο. Θυμάμαι ότι την Παρασκευή το απόγευμα ο κόσμος στη Λευκωσία είχε ορμήσει στα σούπερ μάρκετ και στα μπακάλικα και τα είχε αδειάσει. Και είχαν αρχίσει ήδη να φεύγουν με αυτοκίνητα για τη Λεμεσό. Πού το ήξεραν, πώς το αντελήφθησαν, ποτέ μου δεν κατάλαβα. Αλλά ότι περιμέναμε ότι θα συμβεί, το περιμέναμε, διότι τα μαθαίναμε και εμείς από την ΚΥΠ, από τα σήματα από την Κερύνεια. Ηταν οφθαλμοφανές ότι έρχονταν τα πλοία.
Στις 20 Ιουλίου το πρωί, λοιπόν, με πήρε τηλέφωνο ένας δημοσιογράφος Κύπριος, στις 5 το πρωί, και μου είπε: «Ανοιξε το παράθυρο, κοίταξε τους αλεξιπτωτιστές που πέφτουνε». Και πράγματι, χαμός… Ο ουρανός της Λευκωσίας γεμάτος με αλεξιπτωτιστές. Το τραγικό ήταν ότι βάζαμε το ΡΙΚ το πρωί και ακούγαμε γυμναστική. Είχε γυμναστική… Αλλωστε είναι γνωστό ότι για να έρθει διαταγή να αντισταθούν, να πολεμήσουν, πέρασαν ώρες, δηλαδή πήγε 9, 10, 11; Δεν θυμάμαι πόσο.
– Υπήρξε φόβος κάποια στιγμή ότι οι Τούρκοι θα προέλαυναν εναντίον της ελληνικής πρεσβείας;
– Στη δεύτερη φάση της εισβολής, γιατί πλέον γινόταν επίθεση στη Λευκωσία. Και έρχονταν και από πάνω προς το αεροδρόμιο – έγινε μια πολύ μεγάλη μάχη κοντά στο αεροδρόμιο, ήθελαν να το καταλάβουν οι Τούρκοι. Εμείς είχαμε μια φρουρά της ΕΛΔΥΚ στην πρεσβεία και αποφασίστηκε ενόψει προέλασης των Τούρκων να τους διώξουμε, να πάνε να πολεμήσουν με τις μονάδες τους. Είχε ερημώσει η Λευκωσία. Είχαμε μαζευτεί όλοι στην πρεσβεία, μαζί και τα παιδιά και τα λοιπά, και δεν είχαμε και φαΐ. Το βράδυ άκουγες μόνο σκυλιά και γατιά, τίποτε άλλο. Και βγήκαμε το βράδυ να βρούμε κάτι να φάμε. Δεν έπρεπε να ανάψουμε όμως φως στον δρόμο και ευτυχώς είχε αρκετό φεγγάρι. Κάτι βρήκαμε τελικά.
Η δεύτερη εισβολή ήταν χειρότερη, ήταν πολύ πιο κοντά, βομβάρδιζαν αεροπλάνα, περνούσαν από πάνω και βλέπαμε να ρίχνουν λίγο πιο πέρα τις βόμβες, εκεί που πολεμούσε η ΕΛΔΥΚ. Ηταν πολύ πολύ χειρότερη και αισθανόμασταν πολύ περισσότερο τον κίνδυνο σε σχέση με την πρώτη εισβολή.
– Τι συνέβη με την παραίτηση του Νίκου Σαμψών;
– Ο Σαμψών εμφανίστηκε στην πρεσβεία στις τρεις ή τέσσερις το απόγευμα. Είχε πολλή ζέστη, πάρα πολλή ζέστη. Εγώ έκανα βάρδια, νομίζω δεν υπήρχε κανένας άλλος. Ηταν κατασκονισμένος και ιδρωμένος. Φαίνεται ότι κάποιοι του τηλεφώνησαν από την Αθήνα και του είπαν ότι τα πράγματα αλλάζουν και του ζητούσαν να παραιτηθεί. Τώρα ποιοι ήταν αυτοί, δεν το θυμάμαι αν μου το είπε, αλλά αυτό που μου είπε ήταν: «Εγώ για την πατρίδα έκανα ό,τι έκανα. Αν μου ζητούν από την πατρίδα να παραιτηθώ, παραιτούμαι». Και φυσικά τα διαβίβασα αυτά στην Αθήνα.
– Εμοιαζε συντετριμμένος; Είχε καταλάβει τι είχε γίνει;
– Δεν μπορώ να πω ότι ήταν συντετριμμένος. Ηταν κουρασμένος. Πολύ κουρασμένος. Δεν ξέρω, πρέπει να μην είχε κοιμηθεί.
– Για εσάς ποιο είναι το βασικό συμπέρασμα που βγάζουμε από εκείνο το καλοκαίρι;
– Το Κυπριακό είναι ένα πάρα πολύ μπερδεμένο θέμα. Πάρα πολύ μπερδεμένο. Εκ των υστέρων νομίζω ότι κάναμε λάθος και οδηγήσαμε το Κυπριακό σε ένα αδιέξοδο, το οποίο βέβαια χειροτέρεψε με το πραξικόπημα και την εισβολή, και ίσως έγινε πλέον ανέφικτο να βρεθεί οποιαδήποτε λύση.